«Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις
*
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου
σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου
*
Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά
πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη
*
Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι»
*
O Αλκης Αλκαίος σφράγισε με το πέρασμά του την ποίηση και το τραγούδι. Ηταν σπουδαίος. Και θα παραμείνει.