Κυριακή 19 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ΛΑΧΤΑΡΑ ΤΗΣ ΣΟΔΕΙΑΣ

(Του Αυγούστου η ώρα)

Ο ΚΑΜΠΟΣ έχει το δικό του ρολόι, που ο ξωμάχος της γης μας τό 'χει μάθει όπως του σχολειού τ' αλφαβητάρι. Είναι ρολόι που δε σηκώνει απουσίες, ούτε βιασύνες, ούτε και ξεγελάσματα. Εχει το δικό του ρυθμό. Και πάνω σ' αυτόν νύχτα - μέρα γυρεύει νά 'χει τον αγρότη δίπλα του να δουλεύει αλλά και να κουβεντιάζει με τη γη του με το μήνυμα της σοδειάς, που το κρυφοκαμαρώνει καθώς την ίδια στιγμή τον τρώει ο φόβος πως όλα αυτά που είναι κοντά του, που τον πλησιάζουν μπορεί να χαθούνε από του καιρού τις αναποδιές, από τα ξαφνικά καλοκαιριάτικα μπουρίνια που μέσα σε λίγη ώρα «θερίζουν» και «τρυγάνε» της γης τα καλά και φέρνουν την απελπισία.

ΚΙ ΕΙΝΑΙ αυτή ακριβώς η λαχτάρα, κρυφή κι αμίλητη, που κάνει τον ξωμάχο να γίνεται προληπτικός, να μη θέλει ούτε κουβέντα για τη σοδειά, τα μπερεκέτια, που περιμένει. Μια ζωή ολάκερη έχει περάσει μεγάλες λαχτάρες. Κι έχει δει το μαύρο σύγνεφο να τα παίρνει μαζί του στα ποτάμια. Ζήσαμε κι εφέτος του καιρού κάποια τέτοια γυρίσματα και σαρώθηκαν με καταστροφές μεγάλες σοδειές λίγο πριν από τη συγκομιδή.

ΕΙΝΑΙ πασίγνωστη κι αντέχει στου χρόνου το τρέξιμο η παροιμιακή φράση, που λέει: «Αύγουστε καλέ μου μήνα, νά 'σουν δυο φορές το χρόνο». Υπάρχουν κι άλλα επίσης παρόμοια θησαυρίσματα πού 'χει πλάσει για το μήνα αυτό ο λαός μέσα στη μακρόχρονη παρατήρηση κι εμπειρία. Ο Αύγουστος καθώς προσδιορίζει μια άλλη παροιμία, είναι ο μήνας, που τρέφει τους «έντεκα» άλλους μήνες και μια επίσης εκφράζει την ευχή: «Μακάρι σαν τον Αύγουστο νά 'ταν οι μήνες ούλοι».

ΗΤΑΝ σχολειό μοναδικό κι όμορφο ο κάμπος που μας καρτερούσε στα μέσα του Αλωνάρη για να ετοιμαστούμε κοντά του για τις δουλιές, πολλές και που συχνά έπεφταν και μαζεμένες. Ηταν σχολειό - και είναι πάντα - που δεν είχε θρανία, ούτε βαρούσε καμπάνα, σχολειό της ζωής που τα ξετύλιγε όλα μπροστά στα μάτια κι έβλεπες τον ξωμάχο, τους αλογάρηδες να κολυμπάνε στον ιδρώτα, με κατάσαρκα εκείνες τις μάλλινες φανέλες να αλωνίζουν. Κι ύστερα να τρυγάνε τη «μαύρη ρώγα», αυτήν που ολοχρονίς τη δουλεύαμε και τώρα απλωμένη στ' αλώνια ψηνόταν στον ήλιο.

ΤΗΣ ΦΑΜΕΛΙΑΣ η καλοκαιρινή «έξοδος», η μετακίνηση από του χωριού τη μόνιμη «βάση» στον κάμπο, ήταν μια αναγκαστική δίμηνη σχεδόν απουσία, ώσπου να τελέψουν όλες της σοδειάς οι δουλιές. Δεν πιστεύω πως κανείς θα μπερδέψει του καλοκαιριού την «έξοδο» με τις διακοπές, τις άδειες, την καλοκαιριάτικη ξεκούραση. Κάθε φαμελιά στην ώρα της και με τις δικές της πάντα έγνοιες, έβαζε «πλώρη» για του κάμπου το σπιτικό στα πράσινα βασίλεια του αμπελιού και της σταφίδας, δίπλα στα μποστανικά. Το πέτρινο ξόσπιτο, αυτό που είχαν στήσει κάποτε οι παππούδες, όσο κι αν τό 'χαν σκορπίσει οι σεισμοί (για να το εξαφανίσουν στο τέλος), βόλευε κι εξυπηρετούσε. Τυχεροί εκείνοι που μπορούσαν νά 'χουν δίπλα τους το νερό, μια στέρνα ή ένα πηγάδι γιατί αλλιώτικα ήταν παραδαρμός καθημερινός κι έπεφτε στην πλάτη της γυναίκας. Πολύωρη αναμονή σε απίθανα βρυσάκια που μόλις «δάκρυζαν» κι έπειτα να ζαλικωθεί τα δοχεία για να τα φέρει στο σπιτικό της.

ΠΟΛΛΕΣ φορές, που δεν υπήρχε το ξόσπιτο. Τότε η τραγάτα εξυπηρετούσε βασικά και περιορισμένα τη φαμελιά στην καλοκαιρινή της «έξοδο» στον κάμπο για τη σοδειά. Η τραγάτα, το περιστασιακό παρατηρητήριο, μια δροσερή ανέξοδη «σουίτα» που φτιαχνόταν (και ίσως κάπου και σήμερα) φτιάχνεται από φτέρη κι άλλα παρόμοια και εξασφάλιζε το θερινό καταφύγιο υπερυψωμένο μ' όλα τα χρειαζούμενα, φυσικά ανάλογα με την αξιοσύνη και την προκοπή, πού 'χει ο νοικοκύρης που τη σχεδίαζε και που μερικές φορές με τα ψέματα και με το τίποτε η τραγάτα έμοιαζε κι εξυπηρετούσε σαν να ήταν ολόκληρο σπίτι.

ΑΛΩΝΙΖΑΜΕ απ' άκρη σ' άκρη τον κάμπο. Είχαμε ολούθε τις «σημαδούρες» μας και βρίσκαμε καταφύγιο μέσα στο λιοπύρι. Ξέραμε νεράκι τα βατερά και τα μυστικά μονοπάτια, εκεί που θα βρίσκαμε τα ζουμερά κορόμηλα, τα σύκα, και τις μπουρνέλες, τη συκαμιά, αλλά και τα βατόμουρα. Θα πάρουμε σήμερα την πλαγιά αυτήν που βιγκλίζει στ' ακροθαλάσσι και ξαγναντεύει τους Βαρδιάνους, το νησάκι, που το φανάρι του μας συντρόφευε τις νύχτες στον άγριο βόγκο της θάλασσας. Ομορφοδουλεμένα πάντα τ' αμπέλια πάνω στο λιγοστό χώμα, που σαν ζωνάρια το έζωναν οι λιθιές. Σ' αυτή την πλαγιά μάς περιμένει όπως τότε ο μαυροθαλασσίτης καπετάνιος, που μέσα στο αμπελάκι έστηνε κάθε τέτοια εποχή, την καλύβα του, την τραγάτα του. Σταματούσαμε πάντα εκεί στο «καταφύγιό» του που τό 'χε αρματωμένο με του ναυτικού την πρόβλεψη, αλλά και την αξιοσύνη και τάξη. Ξεδιψούσαμε, μας φίλευε από του περιβολιού τα «καλά» και καμιά φορά μάς άνοιγε και της ζωής του, της θάλασσας τις ατέλειωτες ιστορίες του.

ΠΡΩΤΟ μεγάλο αυτό το σχολειό μέσα στους κάμπους κοντά στους ξωμάχους, την ώρα, που φτάνει της σοδειάς η ώρα. Να ζήσεις τη λαχτάρα του καθώς την περιμένει κι όταν όλα μπορούν να χαθούνε με το μαύρο σύγνεφο και το ξαφνικό μπουρίνι. Ολα καταγραφές στης ζωής τα πρώτα βήματα, στου κάμπου το θρανίο, στα ξόσπιτα, στα λασποκάλυβα και τις τραγάτες. Μοσχοβολούσαν τα σπιτάκια ψωμιά στο φούρνο μας και μαζί τους έσμιγε τ' αλωνιού, της σταφίδας η μεθυστική παρουσία αντάμα με τα ψίλιθρα.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ