Στο τραπέζι οι νέες μειώσεις στις σημερινές συντάξεις, η διάλυση του αφορολόγητου ορίου, σε συνδυασμό με ελαφρύνσεις στους επιχειρηματικούς ομίλους
Σε νέα παρέμβαση γύρω από την περαιτέρω καρατόμηση των σημερινών συντάξεων, καθώς και του αφορολόγητου ορίου για τους μισθωτούς και συνταξιούχους, προχώρησε χτες η πλευρά του ΔΝΤ, δίνοντας και πάλι το «παρών» στις αντιλαϊκές διεργασίες και τη συνεχιζόμενη διελκυστίνδα με την πλευρά της γερμανικής κυβέρνησης και της Ευρωζώνης.
Ουσιαστικά, το ΔΝΤ, με τη μορφή «διευκρινίσεων», έρχεται να «υπενθυμίσει» τις πάγιες προτάσεις του, με φόντο το σκηνικό που διαμορφώνεται μετά τις εφάπαξ «παροχές» - ψίχουλα του λεγόμενου «κοινωνικού μερίσματος» και την παρατηρούμενη «εμπλοκή» στην πορεία για την ολοκλήρωση της τρέχουσας «αξιολόγησης».
Μεταξύ άλλων, το ΔΝΤ με προσθήκες στο πρόσφατο άρθρο των στελεχών του, Π. Τόμσεν και M. Ομπστφελντ, εστιάζει στα παρακάτω:
Δίνοντας έμφαση στο ζήτημα των φοροελαφρύνσεων επί των επιχειρηματικών κερδών, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλει η εργοδοσία, χαρακτηριστικά αναφέρουν: «Απόρροια αυτής της στενής φορολογικής βάσης στη φορολογία ατομικού εισοδήματος είναι ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι μη βιώσιμα υψηλοί σε όλο τους το φάσμα, περιλαμβάνοντας όχι μόνο τη φορολογία του εισοδήματος, αλλά επίσης και τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και άλλους φορολογικούς συντελεστές (ΦΠΑ, Φόρος Εισοδήματος Εταιρειών κ.λπ.).
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τους «εμπειρογνώμονες» του ΔΝΤ, η αναλογία της μέσης πρώτης σύνταξης προς το μέσο μισθό κατά τη συνταξιοδότηση διαμορφώνεται στο 81% στην Ελλάδα, σχεδόν στα διπλάσια επίπεδα απ' ό,τι στη Γερμανία (43%), «γεγονός που δείχνει ένα πολύ γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα».
Αν και δεν ομολογείται, είναι φανερό το γεγονός ότι η «αποκατάσταση» της επιζητούμενης αναλογίας του μισθού με τη σύνταξη θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω περαιτέρω περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, ζήτημα που βέβαια βρίσκεται μόνιμα στην αντιλαϊκή ατζέντα.
«Η φορολογική βάση είναι περιορισμένη, με άνω του 50% των μισθωτών να εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη δεν υπερβαίνει το 8%, και με το υψηλότερο δεκατημόριο των μισθωτών να πληρώνει το 60% των φόρων εισοδήματος», επισημαίνει η πλευρά του ΣΕΒ, σε ανάλογη ρότα με αυτή του ΔΝΤ.
Παράλληλα, μέσω του εβδομαδιαίου δελτίου, οι εγχώριοι βιομήχανοι επανήλθαν εκ νέου στην πρόταση για φοροελάφρυνση επί των επιχειρηματικών κερδών, σημειώνοντας ότι «οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τον 6ο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή στην Ευρώπη, με το 51% των προ φόρων κερδών τους να απορροφάται στην πληρωμή εταιρικού φόρου (22,4%) και φόρου στην εργασία (27,7%)», ουσιαστικά δηλαδή ξαναφέρνουν στο τραπέζι τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι επιχειρήσεις σε 32 ευρωπαϊκές χώρες φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή 40,3% κατά μέσο όρο, στον οποίο περιλαμβάνουν και τις ασφαλιστικές εισφορές της εργοδοσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΕΒ διεκδικεί την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου, σε επίπεδα αντίστοιχα με αυτά άλλων κρατών, σε συνδυασμό βέβαια με την απαρέγκλιτη εφαρμογή του αντιλαϊκού προγράμματος.