Η υπογράφουσα θεωρεί υποχρέωση αυτής της στήλης, η οποία πρόβαλε και υπερασπίστηκε τα μέγιστα το μακρόχρονο αίτημα για τη δημιουργία, ενίσχυση και αυτονομία των ΔΗΠΕΘΕ να επισημάνει τα εξής: Αυτού του είδους η συμπαραγωγή αποτελεί ένα κακό προηγούμενο για τη μετατροπή των οικονομικά πασχόντων ΔΗΠΕΘΕ από αυτοδύναμο θεσμό θεατρικής αποκέντρωσης και προσφοράς στην περιφέρειά τους, όπως ήταν μέχρι τώρα, σε άβουλο αποδέκτη, ουραγό και «άλλοθι» ιδιωτικών επιδιώξεων, υποβιβάζοντας μάλιστα ένα θέατρο που, λόγω της πρωτοπόρας και μακρόχρονης προσφοράς του στην περιφέρεια, εγκαινίασε και το θεσμό των ΔΗΠΕΘΕ.
Στην προκειμένη περίπτωση, στις ιδιωτικές επιδιώξεις προσφέρθηκαν και σημαντικότατα καλλιτεχνικά «άλλοθι»: Η καθ' όλα σπουδαία (νοηματικής αδρότητας, δωρικού γλωσσικού κάλλους και λυρικής έξαρσης) μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη (η καλύτερη από όσες δικές του μεταφράσεις ακούστηκαν στις φετινές παραστάσεις αρχαίου δράματος). Το έξοχο σκηνογραφικό και ενδυματολογικό ευεργέτημα του αξέχαστου Νίκου Γεωργιάδη (το οποίο με τρυφερό σέβας επιμελήθηκε ο ταλαντούχος ομότεχνός του Γιώργος Ζιάκας και υποβλητικά φώτισε ο Αλέκος Γιάνναρος), ευεργέτημα μέγα, που καθόρισε και φώτισε τη σκηνοθετική «ανάγνωση». Το αληθινό επίτευγμα της άκρως ενδιαφέρουσας μουσικής του Πέτρου Ταμπούρη, η οποία ζωντανά, χρησιμοποιώντας παραδοσιακά κρουστά και έγχορδα όργανα και ομοιώματα αρχαίων οργάνων συνόδευσε με μεγάλη αισθαντικότητα τον ευριπίδειο λόγο και πρόβαλε υποβλητικά την «πρωτογονισμό», την αγριότητα του μύθου. Η μελετημένη και καλοδουλεμένη χορογραφία της Ερσης Πήττα. Η σημαντικότατη υποκριτική κατάθεση των άξιων, πεπαιδευμένων θεατρικά, παλιότερων και νέων ηθοποιών στους ρόλους και το Χορό.
Ο σκηνοθέτης απέσπασε αυτό που μπορούσε περισσότερο να δώσει ο Μάριος Φραγκούλης. Να κινηθεί με την όποια κινησιολογική δυνατότητα διέθετε, βοηθούμενος από το εντυπωσιακό κοστούμι του και να εκφέρει όπως θα μπορούσε να εκφέρει το λόγο, ο άξιος τραγουδιστής αλλά ουσιαστικά απαίδευτος θεατρικά, Μάριος Φραγκούλης. Δηλαδή απαγγελτικά, επιφανειακά, μονοσήμαντα, έως και μονότονα.
Τα φετινά Επιδαύρια έκλεισαν με τις ευριπίδειες «Τρωάδες», το πλέον αντιπολεμικό, μαζί με τους αισχυλικούς «Πέρσες», έργο του τραγικού είδους, από το «Απλό Θέατρο». Ο δημιουργός του Αντώνης Αντύπας, σκηνοθέτης σεμνός, με ήθος, μέτρο, ευαισθησία, εργατικότητα, μακρόχρονη ποιοτική δημιουργία, προσήλθε για πρώτη φορά στο στίβο του αρχαίου δράματος, με μια παράσταση που αντανακλά όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του. Με μια παράσταση σεμνή, μετρημένη, ρεαλιστική, που ανέδειξε το διαχρονικά αντιπολεμικό μήνυμα και το λόγο ποιητή, μεταφρασμένο ρεαλιστικά από τον Κ. Χ. Μύρη και «ευλογημένο» από τη λυρική πανδαισία της μουσικής της Ελένης Καραΐνδρου. Μια μουσική της ψυχής, των καημών και πόνων του ανθρώπου από τον πόλεμο, από το θάνατο, τη σκλαβιά, το ξερίζωμα από την πατρίδα και την προσφυγιά του. Μουσική οικείων, μικρασιατικών αποχρώσεων, έξοχα διδαγμένη από τον Αντώνη Κοντογεωργίου και αισθαντικά ερμηνευμένη από την κορυφαία Βερόνικα Ηλιοπούλου και τα μέλη του Χορού. Το λιτό, ρεαλιστικό σκηνικό (υπαινιγμός των σύγχρονων πολεμικών στρατοπέδων) και τα όμορφα, διακριτικά ανατολίτικα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, η εκφραστική χορογραφία της Σοφίας Σπυράτου, που αξιοποίησε το δραματικό ενδυματολογικό εύρημα (τα δεμένα-πληγωμένα χέρια του Χορού), υπογράμμισαν το αντιπολεμικό μεγαλείο αυτής της τραγωδίας, της οποία το τραγικό μέγεθος υπηρετήθηκε από τη δραματικότατη χωρίς μελoδραματισμούς ερμηνεία της Μάνιας Παπαδημητρίου (Ανδρομάχη) και τη σπαραχτική (ιδιαίτερα στην αρχή και στο θρήνο της για τον Αστυάνακτα) Μάρθα Βούρτση (Εκάβη). Ο καλός ηθοποιός Κώστας Αθανασόπουλος ερμήνευσε, σαρκάζοντας, όπως του ζήτησε ο σκηνοθέτης, τον Μενέλαο.
Οι αδυναμίες της παράστασης είναι οι «φάλτσες» ερμηνείες των άλλων ηθοποιών -επιλογές προφανώς του σκηνοθέτη. Ο Αρης Λεμπεσόπουλος με την «μπλαζέ» υποκριτική μανιέρα του υποδύθηκε τον Ποσειδώνα, με αντίποδα την Γιάννα Νικολοπούλου (κακιωμένη Αθηνά). Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης υποδύεται έναν μικροαστικής υποταγής, συναισθηματικά άχρωμο Ταλθύβιο. Η Μπέση Μάλφα μια νευρωτική Ελένη. Η Ταμίλα Κουλίεβα (Κασσάνδρα), όχι μόνο απαίδευτη λόγω καταγωγής στο αρχαίο δράμα, λάβωσε και με το αξάν της τον ποιητικό λόγο.