Με τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, εισήλθε σκηνοθετικά στο αρχαίο δράμα ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, μαθητής του Κ. Κουν, καλός και σεμνός ηθοποιός (επί μακρόν) του «Θεάτρου Τέχνης» Περικλής Παπαδόπουλος. Και εισήλθε σεμνά και συνετά. Επέλεξε ένα έργο μυθολογικά κατανοητό, ανθρωποκεντρικό και ρεαλιστικά ψυχογραφικό, ερμηνευτικά προσιτό, βαθύτατα διδακτικό. Επέλεξε την έξοχη (λιτού, καθάριου, ανεπιτήδευτου ποιητικού ρεαλισμού) μετάφραση του Τάσου Ρούσσου (με την ευκαιρία επισημαίνουμε ότι ήταν και άδικος και ζημιογόνος ο παραγκωνισμός των μεταφράσεων του Τ. Ρούσσου τα τελευταία χρόνια). Επέλεξε συνεργάτες «στέρεους», όπως ο έμπειρος στο αρχαίο δράμα συνθέτης Μιχάλης Χριστοδουλίδης και ο πάντα μετρημένος σκηνογράφος - ενδυματολόγος Γιώργος Ασημακόπουλος, ένα αξιόλογο σύνολο ηθοποιών για το Χορό και τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς - στηρίγματα της σεμνής ρεαλιστικής σκηνοθετικής του «ανάγνωσης». Μια «ανάγνωση» που σεβαστικά ανέδειξε την ποιητική εμβέλεια του λόγου αφ' ενός και αφ' ετέρου επιδίωξε μια διακριτική ψυχογράφηση των τριών προσώπων - πόλων του σοφόκλειου μύθου και διδάγματος. Του βασανιζόμενου από δάγκωμα φιδιού και γι' αυτό εγκαταλειμμένου από τους Αχαιούς με απόφαση του Οδυσσέα, Φιλοκτήτη, ο οποίος κατέχει τα «όπλα» του Ηρακλή και χάρη σ' αυτά επιζεί. Του ηθικού, ευγενικού, βαθύτατα ανθρώπινου, συμπονετικού απέναντι στο δράμα του Φιλοκτήτη, Νεοπτόλεμου. Και του κυνικού, πανούργου Οδυσσέα, που χρησιμοποιώντας τον ενάρετο Νεοπτόλεμο επιχειρεί να αρπάξει τα όπλα του δύστυχου Φιλοκτήτη, ώστε μ' αυτά να κυριευτεί η Τροία.
Ο ταλαντούχος θεατρικός συγγραφέας Παναγιώτης Μέντης αποτόλμησε να διασκευάσει ένα από τα μεγαλύτερα «μνημεία» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες. Ο κόσμος του θεάτρου, διεθνώς, ξέρει καλά πόσο ριψοκίνδυνη, αν όχι αδύνατη είναι η διασκευή οποιουδήποτε κλασικού μυθιστορήματος εποχής, πολυπρόσωπου και μάλιστα ενός μυθιστορήματος που ανήκει σε μια μεγάλη εθνική λογοτεχνική παράδοση όπως η ισπανική, και επιπλέον ένα μυθιστόρημα με την έκταση, το συμβολισμό, το ήθος και ύφος του «Δον Κιχώτη». Το εγχείρημα του Παναγιώτη Μέντη, όχι βεβαίως χωρίς αδυναμίες και κενά, κατόρθωσε όμως σε σημαντικό βαθμό να συμπυκνώσει «εικονογραφικά» τους πραγματικούς και φανταστικούς χώρους και χρόνους, τα επεισόδια, τα δευτερεύοντα πρόσωπα και βέβαια τους χαρακτήρες των δύο πρωταγωνιστικών ηρώων του μυθιστορήματος. Κατεύθυνση της διασκευής ήταν η προβολή του κωμικού στοιχείου, χωρίς όμως και να λείπουν οι μελαγχολικές «πινελιές» του μυθιστορήματος και κυρίως το βαθύτατο ηθικό και ανθρωπιστικό του περιεχόμενο και μήνυμα.
Το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης επέλεξε φέτος τη μολιερική κωμωδία «Γιατρός με το στανιό». Μια κωμωδία της οποίας η πλοκή, οι τύποι, οι «κώδικες», το ήθος και ύφος, «κατάγονται» από την κομέντια ντελ άρτε και φθάνουν έως το δικό μας μας κλασικό θέατρο σκιών, θυμίζοντας μάλιστα το έργο «Ο Καραγκιόζης γιατρός». Μια κωμωδία που προσφέρεται για πολύπλευρο σκηνικό παιχνίδι. Σκηνοθετικό, σκηνογραφικό - ενδυματολογικό, μουσικό, χορογραφικό και κυρίως υποκριτικό.
Και αυτό έκαναν όλοι οι συντελεστές της παράστασης του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης, χρησιμοποιώντας την ωραία μετάφραση της Ερσης Βασιλικιώτη. Ο Γιάννης Μαργαρίτης (σε μια καλή σκηνοθετική του ώρα) με τη δημιουργική συμβολή όλων των συντελεστών -τη συνθετική φαντασία του Γιώργου Κουρουπού, τα χιουμοριστικά στιχάκια του Πάνου Σκουρολιάκου, το ευρηματικότατα παρά τη λιτότητά του σκηνικά και τα χαριτωμένα κοστούμια της Καρμεντσίτα Μπροσμπόγιου- έστησε μια παράσταση καλοδουλεμένη, εύφορη, καλοδιδαγμένη υποκριτικά. Με πολύ καλές ερμηνείες από τους Κώστα Φλωκατούλα, Πάνο Σκουρολιάκο, Νατάσα Τσακαρισιάνου, Σταμάτη Τσελέπη και αξιόλογες από τους Ιζαμπέλα - Λουίζα Κυριαζή, Μαρία Κανελλοπούλου, Αντώνη Μπαμπούνη, Περικλή Τσαμαντάνη, Γεράσιμο Μαύρο.
Αλλου τύπου με τη διασκευή μυθιστορημάτων, ανάλογα πάντως και μεγάλα προβλήματα αντιμετωπίζει και η θεατρική διασκευή - προσαρμογή κινηματογραφικών ταινιών. Οποιος έχει δει την ταινία του μεγαλοφυούς Φεντερίκο Φελίνι «La strada» και είδε και τη θεατρική εκδοχή της από το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου ήταν σε θέση να διακρίνει το χάσμα που χωρίζει την παράσταση από την ταινία, την πλήρη αδυναμία της παράστασης να υποκαταστήσει τον πλούτο - μυθοπλαστικό, θεματικό, νοηματικό, ιδεολογο - αισθητικό, κοινωνιολογικό-της αριστουργηματικής κινηματογραφικής εικόνας του Φελίνι. Εξάλλου, το σεναριακό κείμενο των Τούλιο Πινέλι - Μπερναρντίτο Τσαππόνι, παρασάγγας απέχει από το φιλμικό επίτευγμα του Φελίνι, του οποίου το κύτταρο και η ψυχή κουβαλούσε τη «μνήμη» της μακραίωνης παράδοσης των τσιρκολάνων, των γυρολόγων θεατρίνων, του θεάτρου ποικιλιών. Της φτωχικής, στερημένης, περιπλανώμενης, περιφρονημένης αλλά και ελεύθερης ζωής τους, της ιδιόμορφης ψυχοσύνθεσής τους. Ο Φελίνι αγαπούσε, συμπονούσε και μνημείωσε τους γυρολόγους θεατρίνους και όχι μόνο με αυτή την ταινία του.
Ο Γιάννης Διαμαντόπουλος με σεβασμό και θαυμασμό για τον Φελίνι προσπάθησε να μεταφέρει σκηνικά το δημιούργημά του. Η συμπαθής προσπάθειά του δεν μπορούσε παρά να σκοντάψει σε εγγενή προβλήματα και σε συγκρίσεις με την ταινία. Συμπαραστάτες στο εγχείρημά του η υπέροχη μουσική του Νίνο Ρότα σε προσαρμογή του Νίκου Κηπουργού, η μετάφραση της Βιολέττας Σωτηροπούλου - Καρύδη, το καλαίσθητο σκηνικό και τα κοστούμια του Πάνου Παπαδόπουλου και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί των Ανδρέα Σινάνου -Κώστα Τατάκου. Αξίζει να υπογραμμιστεί η ερμηνευτική κατάθεση της Τιτίκας Στασινοπούλου, του Γιώργου Νινιού, του Σπύρου Φωκά και της Κατερίνας Βακαλοπούλου.