Θυμίζουμε πως συνοπτικά το νομοσχέδιο προβλέπει επίδομα ύψους συνολικά 2.000 ευρώ, το οποίο θα χορηγείται για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα από 1/1/2020, σε δύο ισόποσες δόσεις, από τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ). Τα εισοδηματικά κριτήρια έχουν τεθεί στα 40.000 ευρώ ετήσιο οικογενειακό εισόδημα στην περίπτωση ζευγαριού που αποκτά το πρώτο του παιδί, ενώ το όριο αυτό προσαυξάνεται για κάθε επιπλέον μέλος της οικογένειας. Παράλληλα, ακόμα πιο αυστηροί είναι οι όροι για την καταβολή του επιδόματος στις οικογένειες μεταναστών, καθώς προϋποθέτουν μόνιμη και νόμιμη διαμονή τους στη χώρα 12 χρόνια πριν τη γέννηση του παιδιού τους, που θα πρέπει επιπλέον να αποδεικνύεται από τη φορολογική τους δήλωση.
Ανάμεσα στους φορείς είχε κληθεί η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ) την οποία εκπροσώπησε η Κωνσταντίνα Τσότρα. Στην τοποθέτησή της σημείωσε μεταξύ άλλων: «Αναρωτιόμαστε. Η εμφανής δυσκολία των νέων γυναικών, των ζευγαριών, να πάρουν την απόφαση να τεκνοποιήσουν μπορεί πραγματικά να υπερκεραστεί με ένα επίδομα; Δηλαδή η σημερινή κυβέρνηση κοστολογεί τα κίνητρα, που χρειάζεται η νέα γυναίκα για να γίνει μητέρα, στα 2.000 ευρώ;», προσθέτοντας πως «η απόφαση μιας γυναίκας να φέρει στον κόσμο ένα παιδί στην πραγματικότητα σκοντάφτει στους μισθούς πείνας, στη γενικευμένη ανασφάλεια σε συνθήκες που εξαπλώνονται οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, στην περιπλάνηση ανάμεσα στην ανεργία και στην ολιγόμηνη κακοπληρωμένη εργασία, στη φορολεηλασία, στην εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας, που αναγκάζει τις γυναίκες να ακριβοπληρώνουν υπηρεσίες που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τις ιδιαίτερες βιολογικές τους ανάγκες». Θύμισε ακόμη πως η κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ το 2012 κατάργησε το επίδομα τοκετού και το άφησε σε ισχύ μόνο για τις γυναίκες που γεννάνε στα σπίτια τους, κάτι που θέτει ζωές σε κίνδυνο.
Οπως σημείωσε, πρόκειται για την πολιτική της ΕΕ «που τσακίζει τα δικαιώματα των γυναικών στην εργασία, στη μητρότητα, στον ελεύθερο χρόνο, προκειμένου να αυξάνει την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων», την οποία εφαρμόζει πλήρως και η σημερινή κυβέρνηση, η οποία εντείνει την επίθεση σε βάρος των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
«Η επιδοματική πολιτική για τα νέα ζευγάρια και τις μητέρες θα λειτουργεί απλά ως ένα δίχτυ για την εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Ουσιαστικά καλείτε τις γυναίκες να συμφιλιωθούν με μία ζωή με ευκαιριακά επιδόματα, αντί για σύγχρονες δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες και υποδομές Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, Προσχολικής και Ειδικής Αγωγής, Πολιτισμού, Αθλητισμού. Αρα, λοιπόν, κατά τη γνώμη μας, το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για το λεγόμενο δημογραφικό είναι πέρα για πέρα προσχηματικό και ψευδεπίγραφο», σημείωσε.
Το λόγο πήρε και ο Γιώργος Στεφανάκης, εκπρόσωπος του Συνδικάτου Επισιτισμού - Τουρισμού - Ξενοδοχείων Αττικής, ο οποίος αφού ξεκαθάρισε πως ως Συνδικάτο «δεν θα πούμε όχι στο επίδομα και γενικά σε οτιδήποτε μπορεί να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα», χαρακτήρισε υποκριτικό το ενδιαφέρον της κυβέρνησης, όταν έχει ήδη ψηφίσει την κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ, το να αποφασίζει ο υπουργός τον κατώτερο μισθό κ.ο.κ. «Αν ήθελε ή αν θέλει τώρα η κυβέρνηση να δώσει κίνητρα, ούτως ώστε να λύσει ζητήματα στο δημογραφικό, να νομοθετήσει την απαγόρευση της απόλυσης των γυναικών που είναι έγκυες και πριν τη γέννα και μετά, για δύο χρόνια. Την επιμήκυνση της άδειας λοχείας για ακόμα έναν χρόνο. Την αυτόματη ανανέωση των ορισμένου χρόνου συμβάσεων σε γυναίκες που είναι έγκυες. Αμέσως μετά τη μετατροπή αυτών των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, ούτως ώστε να διασφαλίζεται σταθερή δουλειά με δικαιώματα».