Copyright 2023 The Associated |
Η έκθεση, αφού καταγράφει τις οικονομικές εξελίξεις και διάφορα «ορόσημα», όπως την επιστροφή σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας από τον δείκτη DBRS, τις «αποδόσεις» της φοροληστείας στα έσοδα και την υποχώρηση του πληθωρισμού, εκτιμώντας πως δεν κινδυνεύει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος (0,7%) για φέτος, σημειώνει πως «παρ' όλα αυτά, οι οικονομικές εξελίξεις χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις καταστροφικές επιπτώσεις των καλοκαιρινών πυρκαγιών και των ακραίων βροχοπτώσεων στην Θεσσαλία που ανέδειξαν αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού να ανταπεξέλθει σε σοβαρές προκλήσεις. Στην τελική αποτίμηση των επιπτώσεων για την οικονομία, πέρα από τις αποζημιώσεις και τα μέτρα στήριξης για τις πληγείσες περιοχές που περιλαμβάνονται στον συμπληρωματικό προϋπολογισμό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ευρύτερο κόστος σε όρους καταστροφής παραγωγικών συντελεστών, το οποίο σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο εγκατάλειψης ορισμένων περιοχών θα προκαλέσει μακροχρόνιες απώλειες παραγωγικής δυναμικότητας», κάνοντας προετοιμασία εδάφους για πλήρη εγκατάλειψη και ξερίζωμα χιλιάδων αγροτών από τη Θεσσαλία, τον Εβρο και αλλού.
Αλλωστε, τονίζει πως «από δημοσιονομική άποψη, οι δύο κρίσιμες προϋποθέσεις ώστε να μην υπονομευτεί η δημοσιονομική σταθερότητα είναι αφενός η μέγιστη δυνατή κάλυψη της ανοικοδόμησης από ευρωπαϊκούς πόρους και αφετέρου η χρονική κατανομή των αποζημιώσεων ώστε να μη συγκεντρωθούν εξολοκλήρου σε ένα μόνο έτος. Διαφορετικά, θα πρέπει να αναζητηθούν πρόσθετες πηγές εσόδων, τακτικές ή έκτακτες, ώστε να καλυφθεί το σχετικό κόστος χωρίς απόκλιση από τον δημοσιονομικό στόχο και επιβάρυνση του δημόσιου χρέους».
Στο μεταξύ, το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει την ανάγκη της «ενίσχυσης του ρόλου του κράτους» στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, με το αστικό κράτος να αναλαμβάνει και πάλι με τη μεζούρα του «κόστους - οφέλους» τη δημιουργία υποδομών και την ασφαλιστική κάλυψη εκεί όπου το κεφάλαιο δεν βρίσκει ικανοποιητικά κέρδη, αφού, όπως σημειώνεται, «είναι αμφίβολο πώς ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, παρά τον σημαντικά θετικό τους ρόλο στην κάλυψη και αντιμετώπιση κινδύνων, θα μπορούσαν να καλύψουν στο σύνολό τους καταστροφές τέτοιας κλίμακας», ενώ «ο ρόλος του κράτους δεν εξαντλείται στις αποζημιώσεις και την αποκατάσταση των δημόσιων υποδομών αλλά αφορά τον ευρύτερο προγραμματισμό και, τελικά, τη χρηματοδότηση ενός προτύπου ανάπτυξης που θα είναι πιο ανθεκτικό στις φυσικές καταστροφές».
Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, το Γραφείο καταγράφει και το παζάρι της κυβέρνησης στην ΕΕ, ώστε οι δαπάνες αυτές να εξαιρούνται από τον δημοσιονομικό κορσέ του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, αφού όπως λέγεται «είναι απαραίτητο να ληφθεί πρόνοια ώστε το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο να προβλέπει ειδική μεταχείριση για τις δημόσιες επενδύσεις, αλλά και συνολικά τις δαπάνες για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και του κόστους μετάβασης εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Τέλος, δεδομένου ότι η περιοχή της Μεσογείου βρίσκεται στο επίκεντρο της κλιματικής κρίσης, απαιτούνται πρόσθετοι κοινοί ευρωπαϊκοί πόροι για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων δαπανών στις περιοχές που επηρεάζονται περισσότερο», «ανησυχίες» που φυσικά δεν συμμερίζονται τα άλλα αστικά κράτη.
Κατά τ' άλλα η έκθεση καταγράφει τα σύννεφα που μαζεύονται στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, καταγράφοντας ως πιο εμφανείς κινδύνους «τον επίμονο πληθωρισμό και την αναθεώρηση των πληθωριστικών προσδοκιών προς τα πάνω», «τον βαθύτερο γεωπολιτικό κατακερματισμό», όπως και την «ολοένα και βιαιότερη εμφάνιση φυσικών καταστροφών που προκαλεί η κλιματική αλλαγή εντείνοντας τις μεταναστευτικές ροές και την πολιτική αστάθεια». Ενώ ακόμα και στο «θετικό σενάριο», καταγράφει ως παράγοντες που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν ένα τέτοιο σενάριο την «ενδεχόμενη αύξηση της εγχώριας ζήτησης» ως αποτέλεσμα του «αποθέματος» νοικοκυριών απ' την περίοδο της πανδημίας, ενδεχόμενο που, όπως σημειώνει, «θα ενίσχυε τις πληθωριστικές πιέσεις και θα καθιστούσε αναγκαία μια αυστηρότερη νομισματική πολιτική» τροφοδοτώντας παραπέρα τον φαύλο κύκλο.
Στο μεταξύ, κι ενώ τη Δευτέρα αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή το προσχέδιο προϋπολογισμού, με την κυβέρνηση να «πανηγυρίζει» για την «ανθεκτικότητα» της οικονομίας, ενδιαφέρον έχουν και μια σειρά από άλλα στοιχεία που καταγράφει η έκθεση:
Στο μεταξύ, αποκαλυπτικά της νέας επίθεσης σε επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους που βρίσκεται στα σκαριά, είναι και τα όσα έλεγε μιλώντας στην τηλεόραση της «Ναυτεμπορικής» ο υφυπουργός Οικονομικών Χάρης Θεοχάρης.
Ερωτώμενος για το αν η κυβέρνηση εξετάζει και αύξηση των φορολογικών συντελεστών ο Χ. Θεοχάρης είπε ότι «δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να αποκλείσουμε τίποτα. Είμαστε σε στάδιο προαξιολόγησης σεναρίων, τα οποία εξετάζουμε δημοσιονομικά (...) να έχουμε αίσθηση τι μπορεί να λειτουργήσει και τι όχι. Σε δεύτερο στάδιο θα πάμε στις πιο πολιτικές επιλογές και παρεμβάσεις, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα», προσθέτοντας πως η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να αναλάβει το πολιτικό κόστος και πως «ανεξαρτήτως συντελεστών, η συνολική φορολογική επιβάρυνση των ατομικών επιχειρήσεων πρέπει να ανέβει».
Σημειωτέον πως την ίδια ώρα μια σειρά από δημοσιεύματα κάνουν λόγο και για αποκλεισμό αυτοαπασχολούμενων και επαγγελματιών από μια σειρά από κοινωνικά επιδόματα όπως π.χ. στεγαστικά, θέρμανσης, φοιτητικών αλλά και έκτακτων ενισχύσεων όπως τα διάφορα pass.
Στο μεταξύ, μετά τη «μουρμούρα» που προκάλεσαν οι δηλώσεις του υφυπουργού Οικονομικών, τις εντυπώσεις έσπευσαν να διασκεδάσουν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και άλλα κυβερνητικά στελέχη που «απέκλειαν» κάθε τέτοιο ενδεχόμενο για αύξηση των φορολογικών συντελεστών, ενώ κι ο ίδιος με δηλώσεις του έλεγε πως η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να «αιφνιδιάσει».