«Για το ΚΚΕ η απάντηση είναι ένα εμφατικό ΟΧΙ. Ακόμα κι αν κάποιος θέλει και προσπαθήσει να παραμείνει ουδέτερος», είπε ο Δημήτρης Κοιλάκος, μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, και εξήγησε πως «το ΟΧΙ αυτό δεν απορρέει μόνο ή κυρίως ως ανθρωπιστική, ηθική στάση απέναντι στις φρικαλεότητες και στα δεινά του πολέμου. Απορρέει αντικειμενικά από τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου».
Και συνέχισε: «Ο επιστήμονας δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά ένας εργαζόμενος ο οποίος την κάθε δεδομένη στιγμή εργάζεται σε συγκεκριμένες συνθήκες και με συγκεκριμένες σχέσεις εργασίας, είτε στο ακαδημαϊκό - ερευνητικό περιβάλλον είτε σε κάποιον άλλο φορέα ή επιχείρηση όπου προσλαμβάνεται για να αξιοποιηθεί η επιστημονική του ειδίκευση.
(...) Η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας - αλλά και ο εργαζόμενος επιστήμονας ατομικά - αναγκαστικά, είτε από τη μια θέση είτε από την άλλη, είναι μέρος της συνθήκης που γεννά τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, ως κορύφωση του ανελέητου ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου, των κρατών και των συμμαχιών τους για μεγιστοποίηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, για ξαναμοίρασμα των αγορών, των δρόμων μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων, για αποτροπή των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης».
Ο ομιλητής ανέδειξε ότι σήμερα αυτό το ερώτημα προκύπτει πολύ συγκεκριμένα, με την Ελλάδα να εμπλέκεται ενεργά στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στις πολεμικές συγκρούσεις που μαίνονται στην περιοχή και ευρύτερα.
Αναφέρθηκε στο αποτύπωμα στον προϋπολογισμό του 2025 σε σχέση με τα πανεπιστήμια και την έρευνα, τονίζοντας ότι «το σχήμα είναι σαφές: Οι ανάγκες φοιτητών, διδασκόντων, ερευνητών και άλλων εργαζομένων σε ό,τι αφορά τη λειτουργία και χρηματοδότηση των πανεπιστημίων αυξάνονται, όμως το χάσμα με το τι μπορεί να καλύψει η κρατική χρηματοδότηση μεγαλώνει, γιατί το βάρος πέφτει αλλού. Εν προκειμένω, και στη στροφή στην πολεμική οικονομία.
Επίσης, ο μισός σχεδόν προϋπολογισμός του υπουργείου Ανάπτυξης για το 2025 κατευθύνεται σε έρευνα και ανάπτυξη, σε ερευνητικά κέντρα και επιχειρήσεις.
Από αυτά, όμως, ούτε το ένα τέταρτο δεν είναι για τα ερευνητικά κέντρα, ενώ όλα τα υπόλοιπα θα δοθούν απλόχερα στις επιχειρήσεις, και μάλιστα σε εταιρείες οπλικών συστημάτων και διττής χρήσης.
Γιατί σε συνθήκες πολέμου και στροφής στην πολεμική οικονομία, είναι αναπόφευκτη συνέπεια η στοίχιση στους σκοπούς αυτούς της χρηματοδότησης και των φορέων της ανάπτυξης της επιστήμης και της έρευνας, όπως τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα.
Η αμείλικτη πραγματικότητα επιβεβαιώνει διαρκώς με τον πιο σκληρό τρόπο ότι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα, βίαια μέσα.
Είναι το άλλο πρόσωπο της άγριας εκμετάλλευσης, των καθηλωμένων μισθών, της ακρίβειας, της εμπορευματοποίησης, όταν ο λαός ζει σε καπιταλιστική "ειρήνη" με το πιστόλι στον κρόταφο».
Γι' αυτό, τόνισε, δεν πρέπει να περιμένουμε να ξημερώσει κάποια συγκεκριμένη μέρα του πολέμου για να καθορίσουμε τότε τη στάση μας: «Αυτά τα καθήκοντα του σήμερα συγκεκριμενοποιούνται και ως προς τη στάση των φοιτητών, των νέων επιστημόνων και ερευνητών, των μελών ΔΕΠ και όλων όσοι δουλεύουν μέσα στα πανεπιστήμια, και σε ό,τι αφορά το ζήτημα της πολεμικής εμπλοκής των ίδιων των πανεπιστημίων.
Να λοιπόν πώς και σήμερα το ερώτημα περί ουδετερότητας παίρνει πολύ συγκεκριμένη μορφή, αλλά και απάντηση: Καμία ουδετερότητα, αλλά αγώνας από κάθε μετερίζι απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στις αιτίες και τις συνέπειές του για την εργατική τάξη, τον λαό και τη νεολαία».
Αναφέρθηκε σε παραδείγματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό, επιστημόνων που δεν ανέχτηκαν να γίνουν πρωταγωνιστές στα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα, με τεράστιο κόστος για τους ίδιους.
Επίσης, στις προτεραιότητες που έχει θέσει το ΝΑΤΟ για την έρευνα και την καινοτομία τα τελευταία χρόνια. Και στο γεγονός ότι μόνο την τελευταία δεκαετία τα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα συμμετείχαν σε τουλάχιστον 14 ευρωπαϊκά έργα με άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ, και σε πάνω από 30 ευρωπαϊκά έργα με εμπλοκή διαφόρων υπηρεσιών καταστολής και πολέμου.
Και τόνισε ότι «είναι κρίσιμο για το κίνημα μέσα στα πανεπιστήμια και στους χώρους έρευνας να αντιταχθεί ακόμα πιο αποφασιστικά στη ΝΑΤΟική διείσδυση, στην υιοθέτηση της ΝΑΤΟικής ατζέντας στο περιεχόμενο σπουδών σε μια σειρά επιστημονικά αντικείμενα, αλλά και στην ίδια την επιστημονική έρευνα».
Συνεχίζοντας, ο Δ. Κοιλάκος σημείωσε πως είναι σαφές ότι η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν γίνεται για τη χαρά της αναζήτησης. «Η επιστήμη, ως άμεση παραγωγική δύναμη στον σύγχρονο καπιταλισμό, η ανάπτυξη των τεχνολογικών καινοτομιών που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη μορφή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στοχεύει στη διεύρυνση του πεδίου της ανθρώπινης δραστηριότητας που μπορεί να παράξει κερδοφόρα αποτελέσματα.
(...) Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι οι επιστημονικοί και τεχνολογικοί τομείς αιχμής βρίσκονται στην καρδιά των επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη που μοχλεύουν και τα δύο ιμπεριαλιστικά μπλοκ, στοχεύοντας σε επιτεύγματα που μπορούν να αξιοποιήσουν τόσο για πολεμικούς - κατασταλτικούς όσο και για εμπορικούς σκοπούς.
Να γιατί η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης έχει αναγκαστικά και αναπόδραστα ταξικό πρόσημο.
Γιατί οι εκάστοτε σχέσεις παραγωγής είναι που καθορίζουν τον σκοπό, τα κίνητρα, τις ιεραρχήσεις, τον ρυθμό, τη μορφή και το περιεχόμενο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται η επιστήμη και η τεχνολογία.
Στον καπιταλισμό, το κεφάλαιο καθορίζει τι, πώς, πότε και πόσο θα παραχθεί, με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος.
Με το ίδιο κριτήριο καθορίζονται ο προσανατολισμός της επιστημονικής έρευνας και η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της.
Γι' αυτό και είναι βαθιά λαθεμένες οι προσεγγίσεις που ερμηνεύουν την επιστημονική, τεχνική και τεχνολογική πρόοδο ως αυτόνομο παράγοντα, που δρα τάχα ανεξάρτητα από τις ταξικές δυνάμεις, από τους κοινωνικούς σχηματισμούς που την πραγματοποιούν.
Πρόκειται για ανιστόρητη και αδιέξοδη θεώρηση».
«Ζητούμενο σήμερα», πρόσθεσε, «δεν μπορεί παρά να είναι το πώς θα εκμεταλλευτούμε τη δυναμική που μπορούν να εισφέρουν στην κοινωνία οι δυνατότητες ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Να αναπτύξουμε αυτές τις δυνατότητες προς όφελος της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, και όχι για την αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Μπορούμε;
Εμείς, ως ΚΚΕ, ως μαρξιστές - λενινιστές, απαντάμε ξεκάθαρα: ΝΑΙ.
Κι αυτό γιατί είναι ανάγκη των καιρών, γεννημένη μέσα από την πολυκύμαντη Ιστορία της ανάπτυξης της κοινωνίας που μας έφτασε ως εδώ».
Και ξεκαθάρισε ότι για να ικανοποιηθεί αυτή η ανάγκη, χρειάζεται το τιμόνι της κοινωνικής ανάπτυξης να περάσει στα χέρια αυτών που παράγουν τον πλούτο της κοινωνίας.
«Σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν, η εργατική τάξη αποκτά νέες δυνάμεις και νέες δυνατότητες να γνωρίσει επιστημονικά και να καθορίσει επαναστατικά την κοινωνική εξέλιξη.
Η στρατιά των μισθωτών επιστημόνων αυξάνει τη δύναμη της εργατικής τάξης για να φέρει σε πέρας την ιστορική της αποστολή, να καταργήσει διά παντός την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Και αυτή η δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης, που θα συντρίψει την αστική εξουσία για να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό - κομμουνισμό, μπορεί να δώσει την απάντηση στη μεγάλη κοινωνική πρόκληση της εποχής μας».