Για δύο μέρες δεκάδες συνδικαλιστές που πήραν το λόγο, σε έναν ανοιχτό και πλούσιο διάλογο, κατέθεσαν τις εμπειρίες τους, για τους αγώνες που αναπτύσσει η εργατική τάξη της χώρας τους, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν παρά τη λυσσασμένη επίθεση του διεθνούς κεφαλαίου και των πολυεθνικών. Και παρά τις ιδιομορφίες της κάθε χώρας, τις ιδιαιτερότητες του κάθε κινήματος, η διαπίστωση ότι οι εργαζόμενοι σε όλη την Ευρώπη αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, ότι βρίσκονται στο στόχο μιας κοινής και συνολικής επίθεσης από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου, χαρακτήριζε όλες τις ομιλίες.
Απ' αυτή τη διαπίστωση, ξεκινούσαν και όλες οι προτάσεις, για παραπέρα ενίσχυση της διεθνιστικής αλληλεγγύης, για κοινή δράση στα βασικά μέτωπα πάλης όπως κωδικοποιήθηκαν και στην απόφαση της Συνάντησης: Τις ιδιωτικοποιήσεις, την κοινωνική ασφάλιση, την ανεργία και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τους μισθούς, τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα στους χώρους δουλιάς, τα προβλήματα των μεταναστών, του Πολιτισμού, της Παιδείας και της Υγείας.
Αυτή η κοινή δράση, πρέπει να συμπυκνώνεται και στο αντιπολεμικό μέτωπο, καθώς η όξυνση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί βάζουν την εργατική τάξη, όλους τους εργαζόμενους και τ' άλλα λαϊκά στρώματα μπροστά στο καθήκον παραπέρα ανάπτυξης του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Την «τιμητική» της στην Ευρωπαϊκή Συνάντηση είχε η ελληνική κυβέρνηση. Ολες οι αντιπροσωπείες εξέφρασαν την έντονη διαμαρτυρία τους για το χτύπημα των ναυτεργατών (εγκρίθηκε και σχετικό ψήφισμα) και καταδίκασαν το γεγονός ότι το ελληνικό Προξενείο στο Λένινγκραντ, αρνήθηκε τη χορήγηση βίζας στον Ρώσο συνδικαλιστή Ανατόλι Μπίσοπ, ενεργοποιώντας τις διατάξεις της Σένγκεν.