Τι είναι όμως το λεγόμενο «εμπόριο δικαιωμάτων ρύπων» και πώς θα ισχύσει; Πριν προχωρήσουμε σε κάποια ανάλυση, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι χώρες που προσυπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Κιότο, ανέλαβαν τη δέσμευση να μειώσουν τις εκπομπές των ρύπων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου (διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, υποξείδιο του αζώτου κλπ.) με διάφορες δράσεις και μέτρα την περίοδο 2008 - 2012 σε κάποιο ποσοστό σε σχέση με τα επίπεδα των εκπομπών που υπήρχαν το 1990. Ετσι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεσμεύτηκε για μείωση των εκπομπών της κατά 8%, η Ιαπωνία κατά 6% κλπ. Από τις χώρες της ΕΕ η Ελλάδα, επειδή ανήκει στις υπό ανάπτυξη χώρες, δεσμεύτηκε η αύξηση των εκπομπών της να μην υπερβεί το 25% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, στόχος πολύ δύσκολος, καθώς το 2000 η αύξηση αυτή είχε ξεπεράσει το 23%.
Οι διάφορες δράσεις και αντιρρυπαντικά μέτρα, που, αξίζει να σημειωθεί αγγίζουν όλα τα επίπεδα των εθνικών οικονομιών, θα διανθιστούν με σοβαρά οικονομικά κίνητρα στο μεγάλο κεφάλαιο προκειμένου να εφαρμόσουν τα αντιρρυπαντικά μέτρα, ενώ θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε μεγάλες μάζες του πληθυσμού (αξίζει να αναφέρουμε ότι για τη χώρα μας ως ένα από τα μέτρα αναφέρεται ακόμη και η «συνέχιση των προγραμμάτων αγρανάπαυσης»!). Βεβαίως, η κάθε χώρα, σε περίπτωση που δεν εφαρμόζει τα αντιρρυπαντικά μέτρα θα πρέπει ή να υποστεί τις προβλεπόμενες κυρώσεις ή να αγοράσει τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων από την ελεύθερη αγορά, δηλαδή να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπής ρύπων από χώρες που έχουν το δικαίωμα λόγω ανάπτυξης, να εκπέμπουν περισσότερους ρύπους. Μέσω, λοιπόν, διαφόρων μηχανισμών που θα δημιουργηθούν, οι αναπτυγμένες χώρες θα μπορούν να εξακολουθούν να παράγουν όση ρύπανση θέλουν και στη συνέχεια να μπορούν να αντισταθμίζουν τη ρύπανση αυτή, αγοράζοντας «δικαιώματα ρύπανσης» από τις υποανάπτυκτες χώρες, οι οποίες και με τον τρόπο αυτό στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας καταδικάζονται να παραμείνουν υπανάπτυκτες, αφού θα πληρώνονται για να μην αναπτύξουν περισσότερο τις παραγωγικές τους δυνάμεις! Το «κόστος» φαίνεται ότι δεν επηρεάζει τα κέρδη, αφού και αυτό μετακυλίεται στις πλάτες των εργαζομένων.
Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Δράσης, σε περίπτωση που η χώρα μας αναγκαστεί να αγοράσει για το σύνολο των εκπομπών παρόμοια «δικαιώματα» από την ελεύθερη αγορά που θα αναπτυχθεί και με εκτιμούμενη τιμή γύρω στα 30 δολάρια ανά τόνο, τότε θα απαιτηθούν πιστώσεις ύψους 351 εκατ. δολαρίων ετησίως.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι με βάση το Πρωτόκολλο του Κιότο η εμπορία των εκπομπών μπορεί να εφαρμοστεί και στο εσωτερικό μιας χώρας, ως μία από τις εθνικές δράσεις για τη... μείωση των εκπομπών της ρύπανσης. Σύμφωνα με διάφορους εμπειρογνώμονες, η διαδικασία αυτή φαίνεται ότι μπορεί να αναπτυχθεί ως εξής: Σε ένα βιομηχανικό κλάδο, θα τεθεί ένα ανώτατο όριο εκπομπών, που σημαίνει ότι η κάθε βιομηχανία του κλάδου θα έχει ένα «μερίδιο εκπομπής». Το μερίδιο αυτό θα έχει αντίκρισμα σε έναν αριθμό «αδειών εκπομπής». Οταν λοιπόν κάποια βιομηχανία αποκτήσει τις άδειες αυτές και διαπιστώσει ότι δεν τις χρειάζεται όλες, είτε γιατί είναι τέτοια η παραγωγική της διαδικασία που εκπέμπει λιγότερους ρύπους είτε η διαδικασία αυτή και τα προϊόντα της είναι «οικολογικά» (π.χ., επιχειρήσεις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας - Αιολικά Πάρκα κλπ. για τις οποίες οι άδειες εκπομπής θα ισοδυναμούν με τα «πράσινα πιστοποιητικά» που θα εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς και θα μπορούν και αυτά να εμπορεύονται), τότε θα μπορεί να πουλήσει τις πλεονάζουσες άδειες ή τα «πράσινα πιστοποιητικά» σε άλλες βιομηχανίες οι οποίες θα εκπέμπουν περισσότερους ρύπους από αυτούς που τους αναλογούν με βάση τον εθνικό σχεδιασμό. Ετσι θα διαμορφωθεί και ένα εγχώριο εμπόριο «αδειών εκπομπής» και «πράσινων πιστοποιητικών», που θα μεταβιβάζονται και θα μεταπωλούνται με βάση τους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Ετσι οι βιομηχανίες και άδειες θα έχουν και ρύπους θα εκπέμπουν.
Να επισημάνουμε ότι η διαδικασία ενός παρόμοιου εμπορίου ρύπων εφαρμόζεται ήδη στις ΗΠΑ, ενώ η ΕΕ είναι έτοιμη να εκδώσει σχετική Οδηγία για την εφαρμογή της και στα κράτη - μέλη της. Στις ΗΠΑ τα λεγόμενα «πράσινα πιστοποιητικά» στην αγορά κυμαίνονται ανάλογα με την πολιτική της κάθε Πολιτείας, αλλά και με τις τοπικές και εποχιακές συνθήκες. Για παράδειγμα, οι τιμές για τις εκπομπές διοξειδίου του θείου το 2001 κυμάνθηκαν από 150 ως 220 δολάρια τον τόνο. Για τα οξείδια του αζώτου η μέση τιμή το 2001 ήταν 675 δολάρια τον τόνο, ενώ το 2002 εκτινάχτηκε στα 900 δολάρια τον τόνο.
Φανταστείτε τι έχει να γίνει όταν ένα τέτοιο εμπόριο γενικευτεί. Κάποιοι θα επωφελούνται πουλώντας «αέρα», οι πολλοί θα πληρώνουν διότι όλες αυτές οι αξίες θα μετακυλίονται ασφαλώς στις τιμές των προϊόντων και βέβαια ο πλανήτης θα εξακολουθεί να κινδυνεύει από το φαινόμενο του θερμοκηπίου, προς δόξαν των οικολογούντων ηγετών των καπιταλιστικών χωρών που ετοιμάζονται προφανώς και για άλλα παρόμοια μέτρα στην Παγκόσμια Διάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ...