Στο «Κέντρο Λόγου και Τέχνης 104» των εκδόσεων «Καστανιώτη» σήμερα (8μμ) ο πρέσβης του Βελγίου Κλοντ Ρίζμενανς και η Ιωάννα Καρυστιάνη θα «συστήσουν» στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα από τα ονόματα που, όπως φημολογείται, είναι υποψήφια για το φετινό «Νόμπελ» Λογοτεχνίας, το Βέλγο συγγραφέα Ούγκο Κλάους (θα είναι παρών στην εκδήλωση και θα μιλήσει και ο ίδιος) και το βραβευμένο με το ευρωπαϊκό «Αριστείο» (1998) μυθιστόρημά του «Οι φήμες».
Να σημειώσουμε ότι ο Ούγκο Κλάους, εκτός από πεζογραφία, έχει γράψει ποίηση, θέατρο, λιμπρέτα, δοκίμια, σενάρια, ενώ από τη δεκαετία του '50 ασχολείται με τη ζωγραφική και τη σκηνοθεσία. Το 1986 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο των Ολλανδικών Γραμμάτων.
Οι βραβευμένες «Φήμες», παρουσιάστηκαν και χθες, παρόντος επίσης του συγγραφέα τους, από τους Ανταίο Χρυσοστομίδη, Ιωάννα Καρυστιάνη και το Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος μετέφρασε το μυθιστόρημα από τα Φλαμανδικά. Οι εκδόσεις «Καστανιώτη» ετοιμάζουν την έκδοση και δύο άλλων μυθιστορημάτων του Κλάους. Πρόκειται για το «Ανολοκλήρωτο παρελθόν» και το γραμμένο πριν δεκάξι χρόνια και πολυμεταφρασμένο «Η θλίψη του Βελγίου».
Θέμα των «Φημών» είναι ένα από τα προσφιλέστερα θέματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο «αποδιοπομπαίος τράγος» σε μια κοινωνία που του φορτώνει και αμαρτίες που δεν είναι δικές του. Το θέμα γραμμένο «με τρόπο μοντέρνο, εξαιρετικά διαλεκτικό, μοιάζει με την αρχαία τραγωδία. Μόνο που εδώ έχουμε ένα Χορό - τους κατοίκους ενός χωριού - φορέα της κακίας σε μια κλειστή κοινωνία», σημείωσε μεταξύ άλλων ο Α. Χρυσοστομίδης. Η Ιωάννα Καρυστιάνη πιστεύει ότι το μυθιστόρημα αυτό, μυθιστόρημα «σκοτεινό, που φθάνει στο βάθος του ανθρώπου και μιλά για την οδύνη της ανθρώπινης ύπαρξης», μέσα από το χωριό Βάρεχεμ, χωριό που κουβαλά το βάρος του προτεσταντισμού και αμαρτίες από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, «μας μαθαίνει πολλά για την ιστορία του Βελγίου». Ο Γιάννης Ιωαννίδης αναφέρθηκε στις δυσκολίες και στην προσπάθειά του να μεταφράσει από τα Φλαμανδικά «τον κοφτό και ταυτόχρονα λυρικό, άμεσο αλλά και λόγιο λόγο» του Κλάους. Να σημειώσουμε, τέλος, πώς αντιμετωπίζει ο συγγραφέας το γεγονός ότι γράφει σε μια μη ισχυρή γλώσσα, όπως τα φλαμανδικά: «Σε μια μικρή χώρα πουλάω εύκολα 100.000 αντίτυπα. Αλλά σε χώρες με ισχυρή γλώσσα είμαι πολύ ευχαριστημένος αν πουλήσω 20.000 αντίτυπα. Αλλωστε δε γράφω σαπουνόπερες για την τηλεόραση».