Κυριακή σήμερα και εκείνο που επιθυμούμε είναι να βρεθούμε μακρυά, μακρύτερα τέλως πάντων από το σπίτι μας. Μια βόλτα με τα πόδια, αν ο καιρός είναι καλός, μας χρειάζεται. Ομως αν βρέχει ή αν κάποιος σοβαρός άλλος λόγος μας κρατά μέσα, τότε τι γίνεται; Πάντα υπάρχει λύση.
Ο αρχιτέκτονας Χάνσεν είχε κάνει τα σχέδια, οικοδομήθηκε αλλά στη συνέχεια εγκαταλήφθηκε. Στα 1840 το κτίριο το αγόρασε μια αγγλική εταιρεία με σκοπό, μετά απο ορισμενες μετατροπές, να λειτουργήσει σαν εργοστάσιο μεταξουργείας. Οι μετατροπές έγιναν, το εργοστάσιο εξοπλίστηκε, αλλά η εταιρεία πτώχευσε. Στα 1854 το αγόρασε ο Αθανάσιος Δουρούτης που ήταν και ένας από τους πρώτους οικιστές της νέας πρωτεύουσας, ο οποίος έκανε σοβαρές προσπάθειες για την εκβιομηχάνηση της χώρας και την εμψύχωση της ελληνικής βιομηχανίας. Κι αυτός λοιπόν, με τη σειρά του έκανε κάποιες μετατροπές στο κτίριο του Χάνσεν και εκεί λειτούργησε το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο στην Ελλάδα ως Μεταξουργείο, το οποίο έδωσε και το όνομα του στην περιοχή.
Σήμερα το Μεταξουργείο παρ΄όλον τον οικοδομικό οργασμό της περιόδου 1950-1960, τα έχει καταφέρει ώστε να μην έχει αλλάξει φυσιογνωμία και συνεχίζει να κρατά το ύφος του 1900. Αν και το περικυκλώνουν μεγάλες αρτηρίες όπως η Λένορμαν, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Καρόλου, Κολοκυθούς, Αχιλλέως, Θερμοπυλών και Κωνσταντινουπόλεως, αν και το πνίγουν τα αυτοκίνητα, και οι ρύποι από τις εξατμίσεις καταλυτικών και μή, αν και η περιοχή βουίζει από τα κλάξον και απο τον κόσμο, διατηρεί την παράδοση, την αξιοπρέπεια και να αποδεικνύει ότι ξέρει να αντέχει στο χρόνο. Ο Βασίλης Αγγελίδης γράφει πολλά και ενδιάφεροντα μέσα στο μικρό αλλα πολύτιμο τόμο (εκδόσεις Φιλιππότη), και αποχαιρετά τον αναγνώστη- συνοδοιπόρο του στην βόλτα του στο παρελθόν με ένα τραγούδι του Αλέκου Σακελλάριου: «Δρομάκια σκοτεινά/ που η αγάπη περνά/ ντροπαλή τα δειλινά. Αυλόπορτα βαριά/ που στολιζει η μουριά και η κληματαριά».