Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΔΙΕΘΝΗ
«Το ταγκό του Τσε»: κραυγή φθόνου του κ. Μίμη Ανδρουλάκη

Υπάρχουν κενά ζωής που είναι δυσαναπλήρωτα. Αν δε διαβάσεις παιδική λογοτεχνία στα παιδικά σου χρόνια δεν είναι δυνατόν να καλύψεις το κενό διαβάζοντάς τη σε μεγαλύτερη ηλικία. Αν δε μάθεις κάποια γλώσσα όταν είσαι μικρός, ποτέ δε θα μπορέσεις να την αφομοιώσεις σε βάθος. Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα. Αν δεν τον γευτείς από τα δεκαεφτά σου, πάει πέταξε το πουλάκι και ό,τι και να κάνεις στη συνέχεια, όσο και αν προσπαθήσεις να καλύψεις τα χαμένα χρόνια εκείνα δε γυρίζουν πίσω. Ετσι συμβαίνει με τη ζωή ολάκερη.

Λόγοι διάφοροι, ατομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, συχνά όλοι μαζί στέκονται εμπόδιο στο να χαρούν κάποιοι τη ζωή τους. Κάποτε ορισμένοι από αυτούς συνειδητοποιούν πόσο πιο εύκολο είναι να χαϊδέψουν έστω επιφανειακά και ετεροχρονισμένα ό,τι στερήθηκαν, περνώντας στην αντίπερα όχθη. Τότε τους πιάνει πανικός, τρέχουν και δε φθάνουν, πιστεύοντας ότι έτσι μπορεί να καλύψουν το χαμένο μια για πάντα έδαφος. Κι όταν πια οι δύσμοιροι, πάντα δεύτεροι και καταϊδρωμένοι, κατορθώνουν να γευτούν έστω και τόσο δα από όσα τους στέρησε η καταγωγή τους, οι συνθήκες της νιότης τους, το παρουσιαστικό τους και ό,τι άλλο κακό της μοίρας τους, βαυκαλίζονται πως άδραξαν τον επίγειο παράδεισο. Κι ας τους χλευάζουν οι πάντες, από τους παραδοσιακούς αστούς, μέχρις εκείνους που αποφάσισαν εγκαίρως να εξαργυρώσουν το αριστερό τους παρελθόν και να επενδύσουν δεξιά, και πιότερο απ' όλους οι παλιοί τους σύντροφοι, εκείνοι συνεχίζουν αγέρωχοι να γλείφουν εκεί που είχαν φτύσει, να πορεύονται με τα τέσσερα μπας και μπορέσουν και πετύχουν σκυμμένοι ό,τι δεν κατόρθωσαν όρθιοι.

Και ναι μεν μπορεί να νιώθεις λύπη για τον παλιό αγωνιστή που δεν άντεξε και λούφαξε, για το δηλωσία έστω, που σταμάτησε στη δήλωση. Μπορεί ακόμη να νιώθεις οίκτο για τη νέα γενιά των ανανηψάντων με σαφώς μικρότερη προσφορά και μεγαλύτερη ηθική ευκαμψία. Για το δηλωσία όμως που μετατράπηκε σε χαφιέ ή για τον οικειοθελή γενίτσαρο, ο οίκτος δεν αρκεί ούτε και η καταφρόνια. Δεν αρκούν αυτά τα συναισθήματα απέναντι σε εκείνους που έχασαν την πιο υψηλή ελπίδα τους και μετά συκοφάντησαν όλες τις ελπίδες.

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο κύριος Ανδρουλάκης, ως γνήσιο τέκνο της πλέον χυδαίας συμβατικής σκέψης και της αγωνιώδους προσπάθειας ενσωμάτωσης. Αυτούς δεν μπορείς μόνο να τους λυπάσαι. Γιατί και στη λύπη υπάρχουν όρια. Κι όταν για να δικαιολογήσει κάποιος τα δικά του καμώματα, αλλά και να προσφέρει τη νιοστή δήλωση μετάνοιας σε αυτούς που τώρα θαυμάζει, φθάνει στο σημείο να παρουσιάζει το σύγχρονο Τσε κατ' εικόνα και ομοίωση των δικών του ανεκπλήρωτων γιάπικων οραμάτων, δεν είναι ούτε για λύπηση, ούτε για οίκτο, αλλά για περιφρόνηση και μόνον.

Το νέο του «έργο» «Το ταγκό του Τσε» είναι μια ακόμη δήλωση εγκατάλειψης από μέρους του, του οράματος της εφόδου στον ουρανό, στο οποίο ίσως ποτέ και να μην πίστεψε ειλικρινά, και προσχώρησής του στο βάλτο όπου συνωστίζονται οι αναρριχητικοί κι ακόλαστοι μεν, μοδάτοι δε πίθηκοι.

Ταυτόχρονα όμως είναι και μια κραυγή φθόνου.

Φθόνου ενάντια σε όλους τους οραματιστές όπως ο Πλάτωνας, ο Γκαίτε, ο Μαρξ, ο Μπλοχ, οι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι της Φλωρεντίας, που ο κύριος Μ. Α. στέλνει στο γιατρό ή καλύτερα σε μοναστήρι.

Φθόνου που προέρχεται από έναν ξερόλα φουκαρά, που προσπαθεί καθυστερημένα να γευτεί ο λιγούρης τα κόκαλα που του πετούν, ενάντια σε κάποιον σαν τον Τσε, από παλιό αριστοκρατικό σόι, που έζησε από μικρός τη Ζωή, όμορφο, γυναικά, πολεμιστή, που χόρεψε και γι' αυτό ένιωσε το ταγκό, που έζησε και άντεξε να πεθάνει επαναστάτης.

Τι άλλο να περιμένεις μετά από τόση αμετροέπεια, αν όχι και σε κατώτερα; Αν βεβαίως υπάρχουν...


Του
Γιώργου ΡΟΥΣΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ