Ο Λ. Παπαδημητρίου χαρακτήρισε τη «17 Ν» ως «το τελευταίο προπύργιο πολιτικής τρομοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη», αρνήθηκε ότι τα αδικήματα της οργάνωσης είναι πολιτικά και έβαλλε κατά της υπεράσπισης, διότι, όπως είπε, «η προσπάθεια να ενταχθεί η δράση της "17 Ν" στα πλαίσια μιας εξωκοινοβουλευτικής και βίαια μαχόμενης Αριστεράς, ή, όπως ειπώθηκε, της επιτιθέμενης Αριστεράς ήταν εμφανής και μεθοδευμένη». Χαρακτήρισε τα μέλη της οργάνωσης ως γραφικούς, που «μπέρδεψαν τις ανθρωποκτονίες με την επανάσταση». Τέλος, επιτέθηκε με δριμύτητα κατά του Αλ. Γιωτόπουλου, χαρακτηρίζοντάς τον πρόσωπο «που έζησε στο σκοτάδι», που «είχε αναγάγει σε επάγγελμα την τέλεση εγκλημάτων κατά της κοινωνίας» και που «λόγω δειλίας δεν ανέλαβε έστω και την ύστατη στιγμή την ευθύνη των πράξεών του».
Αγορεύοντας για την ίδια υπόθεση, η Ανθούλα Σόμπολου χαρακτήρισε τη «17 Ν» «τυφλό εκτελεστή, που με προσωπικά κριτήρια επέλεγε κάθε φορά το δρόμο της βίας και της επίθεσης, προκειμένου να πετύχει συνθήκες φόβου και τρομοκρατίας». Στο ίδιο πνεύμα, ο Κ. Κερατσάς, που αγόρευσε ως εκπρόσωπος της οικογένειας του Γιάννη Βαρή που έχασε τη ζωή του στην επιχείρηση της «17 Ν» στα Εξάρχεια, χαρακτήρισε την οργάνωση «εγκληματική».
Ο Δημοσθένης Τσεβάς, που αγόρευσε για την υπόθεση της απόπειρας κατά του Γ. Παλαιοκρασσά, υποστήριξε πως το έγκλημα και το παιχνίδι με την αστυνομία ήταν τρόπος ζωής για τα μέλη της «17 Ν». Για τη συγκεκριμένη ενέργεια, τόνισε πως ηθικός αυτουργός ήταν ο Αλ. Γιωτόπουλος και πρόσθεσε: «Ποιος ήταν ο αληθινός σκοπός της ενέργειας αυτής, κ. δικασταί; Μόνο η ανάγκη του Γιωτόπουλου να καταστήσει εμφανή σε όλους, με τον πιο θεαματικό τρόπο, την εξουσία του αίματος που θεωρούσε ότι ασκούσε στην ελληνική κοινωνία». Τέλος, για την ίδια υπόθεση, αγόρευσε και ο Δημήτρης Σταθόπουλος, που παρίσταται ως Πολιτική Αγωγή του Χρήστου Χιδυριώτη, ο οποίος στην εν λόγω επιχείρηση της «17 Ν» τραυματίστηκε από θραύσματα ρουκέτας.