Τετάρτη 12 Νοέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Διαιώνιση της λιτότητας και ένταση του αυταρχισμού
  • Αρχισε η συζήτησή του στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή
  • Δ. Τσιόγκας: Διατηρούνται σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα οι βασικοί μισθοί

Ξεκίνησε χτες στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή η συζήτηση για το νέο μισθολόγιο - φτωχολόγιο της κυβέρνησης για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο. Ενα μισθολόγιο που διακρίνεται για τη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων και για την ενίσχυση των μηχανισμών χειραγώγησής τους. Γενικότερα, το νομοσχέδιο υπακούει στην πολιτική αναδιαρθρώσεων, που σκοπό έχουν να καταστήσουν τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης αποτελεσματικότερη ως προς την εξυπηρέτηση των αναγκών του μεγάλου κεφαλαίου.

Το χαρακτηριστικό της λιτότητας που διέπει το μισθολόγιο είναι προφανές από το ότι ο βασικός μισθός διαμορφώνεται στα 590 ευρώ μεικτά (περίπου 200 χιλιάδες δραχμές μεικτά). Μισθός που δεν μπορεί να καλύψει στο ελάχιστο τις ανάγκες των εργαζομένων. Οι «γενναίες» αυξήσεις της τάξης του 5% και 9% που προσπαθεί να εμφανίσει ότι δίνει το υπουργείο Οικονομικών είναι πλασματικές. Οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων είναι κατά πολύ μικρότερες, εξαιτίας των αυξημένων κρατήσεων, γιατί αυτές υπολογίζονται σε μεγαλύτερο μέρος του μισθού. Αλλωστε, άλλο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας προβλέπει αύξηση αυτών των κρατήσεων, που αν γίνουν πραγματικότητα μηδενίζουν τις όποιες αυξήσεις. Επίσης, στο μισθολόγιο κυριαρχεί η εισοδηματική πολιτική - τουλάχιστον 20 επιδόματα σε διάφορους κλάδους και ειδικότητες, με στόχο την ομηρία των εργαζομένων, αλλά και τη δυνατότητα που δίνει η φύση του επιδόματος να καταργείται όποτε χρειαστεί.

Το κίνητρο απόδοσης του νέου μισθολογίου και οι δείκτες αξιολόγησης της συμπεριφοράς και αποδοτικότητας των υπαλλήλων, που καθιερώνει το νομοσχέδιο για τις αναδιαρθρώσεις στη Δημόσια Διοίκηση, αποτελούν τα βασικά εργαλεία εντατικοποίησης της εργασίας, αλλά και ενίσχυσης των μηχανισμών ελέγχου της υπακοής των εργαζομένων στις πολιτικές της κυβέρνησης.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τα αναδρομικά του οικογενειακού επιδόματος, το νομοσχέδιο δεν ορίζει πότε θα δοθούν και αυτό αφήνει να διαφανεί η πρόθεση της κυβέρνησης να τα καταβάλει λίγο πριν τις εκλογές, ώστε να γίνουν αντικείμενο ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης. Ενώ, το χρονικό διάστημα για το οποίο η κυβέρνηση θεωρεί ότι χρωστά αναδρομικά ορίζεται στους 15 μήνες και όχι στα 17 έτη, όπως πραγματικά συμβαίνει.

Η λιτότητα στους μισθούς αφορά όλες τις επιμέρους κατηγορίες των υπαλλήλων, όπως απέδειξε στην ομιλία του ο εισηγητής του ΚΚΕ Δ. Τσιόγκας. Συγκεκριμένα για τους εκπαιδευτικούς, η πραγματική αύξηση είναι της τάξης του 0,35%, αφού οι κρατήσεις στις οποίες υποβλήθηκαν έφτασαν στο 10,7%. Ενδεικτικό δε του «ενδιαφέροντος» της κυβέρνησης για την παιδεία είναι ότι το κόστος για κάθε παιδί που σπουδάζει σε μία οικογένεια είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος που έχει το κράτος από τις δαπάνες του προϋπολογισμού για κάθε παιδί που σπουδάζει.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τους κυβερνητικούς κομπασμούς για γενναίες αυξήσεις, στο συγκεκριμένο μισθολόγιο αντιδρά το σύνολο των μεγάλων ομοσπονδιών του δημοσίου, αλλά και η ίδια η ΑΔΕΔΥ. Οπως υπογράμμισε ο Δ. Τσιόγκας, οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα είναι οι μισοί σε σχέση με τους αντίστοιχους μισθούς στην ΕΕ, αφού η κυβέρνηση μιλάει μεν για σύγκλιση, αλλά έχει κατά νου τη σύγκλιση των κερδών των βιομηχάνων και όχι τη σύγκλιση των μισθών των εργαζομένων.

Ενα άλλο χαρακτηριστικό του νέου μισθολογίου είναι ότι καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο δημόσιο, οι οποίες αν και θεσμοθετήθηκαν εδώ και τρία χρόνια, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.

Οσον αφορά τους γεωτεχνικούς, ο Δ. Τσιόγκας τόνισε ότι αυτοί έχουν μόνο το βασικό μισθό και τον ειδικό λογαριασμό που παίρνουν όλοι οι υπάλληλοι, ενώ στους εργαζόμενους στον «Δημόκριτο» το επίδομα ραδιενέργειας παραμένει στάσιμο εδώ και μια πενταετία.

Περικοπές γίνονται στους μισθούς των στρατιωτικών, αφού η αύξηση του βασικού μισθού είναι περίπου 4,5% και δεν αρκεί ούτε στο ελάχιστο για να καλύψει τις μεγάλες ανάγκες, αλλά και τις απώλειες λόγω της ακρίβειας και των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωνικών υπηρεσιών. Μιλώντας για τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, ο Δ. Τσιόγκας είπε ότι οι ιδιαιτερότητες ανάμεσα στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας επιβάλλουν την ύπαρξη ξεχωριστού μισθολογίου, το οποίο πρέπει να στηρίζεται στην ύπαρξη και στήριξη βασικού μισθού ικανού να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες των υπαλλήλων και όχι στα επιδόματα.

«Εμείς, είπε, λέμε ότι ο βασικός μισθός πρέπει να είναι τα 1.100 ευρώ και βέβαια να αποδοθούν στο προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας τα δικαιώματα που αφορούν την υπερωριακή εργασία».

Ενας άλλος παράγοντας που επιβαρύνει την κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων είναι και οι δυσμενείς εξελίξεις στο συνταξιοδοτικό, αφού συνεχώς τα τελευταία χρόνια ψηφίζονται διατάξεις που ολοένα και μειώνουν τις συντάξεις των υπαλλήλων, ενώ επιβάρυνση υπάρχει και στη φαρμακευτική τους κάλυψη.

«Καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο, γιατί είναι αντίθετοι και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι», κατέληξε ο Δ. Τσιόγκας.

Χωρίς τοποθέτηση επί της ουσίας ήταν οι ομιλίες των εκπροσώπων της ΝΔ, οι οποίοι έκαναν λόγο για «ευκαιριακό νομοθέτημα που προσπαθεί να κλείσει τα μέτωπα που άνοιξε η κυβέρνηση με την παροχολογία της, δημιουργώντας έτσι έναν τεράστιο κύκλο διεκδικήσεων», ενώ ο εκπρόσωπος του ΣΥΝ έκανε λόγο για παραπέρα υποβάθμιση των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στο δημόσιο.

Στον κόσμο του ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκης, έκανε λόγο για μισθολόγιο που στόχο έχει «να επιταχύνει τη βελτίωση των αποδοχών των εργαζομένων και να τις φέρει όσο επιτρέπεται και όσο είναι εφικτό πιο κοντά στα επίπεδα αρχών της ΕΕ». Ισχυρίστηκε ότι στη χώρα μας ακόμα και την περίοδο προς την ΟΝΕ υπήρξε σταθερή βελτίωση των εισοδημάτων των εργαζομένων «πάνω από τον πληθωρισμό», αλλά φρόντισε να πει ότι «εάν η μισθολογική πολιτική ενδώσει σε συγκυριακές πιέσεις, τότε η οικονομία θα υποστεί πλήγμα».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ