Αυτές είναι μερικές από τις χαρακτηριστικές διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην καθιερωμένη Ετήσια Εκθεση της «Γιούνισεφ», η οποία φέρει τον τίτλο: «Η κατάσταση των παιδιών στον κόσμο 2004».
Οι ανισότητες λόγω φύλου στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι το θέμα που επεξεργάστηκε αυτή τη φορά η «Γιούνισεφ» για το 2003, η οποία παρουσιάστηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού. Η οργάνωση επέλεξε να επικεντρωθεί στην εκπαίδευση των κοριτσιών «25 έως το 2005», δηλαδή στις ανισότητες λόγω φύλου στην εκπαίδευση σε 25 χώρες μέχρι το 2005, όπου παρουσιάζονται μια σειρά στοιχεία σχετικά με την ανύπαρκτη εκπαίδευση εκατομμυρίων παιδιών, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στα κορίτσια που σημειώνουν και τη μεγαλύτερη αποχή.
Βέβαια, η Εκθεση αρκείται στις εκκλήσεις για εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά, ταυτόχρονα όμως - έστω και με έμμεσο τρόπο - σκιαγραφεί τις αιτίες που προκαλούν την εκπαιδευτική ανισότητα. Παράλληλα, επισημαίνει το αίτημα για ενίσχυση της χρηματοδότησης στην εκπαίδευση, όπου προτείνεται η αύξηση της διεθνούς χρηματοδότησης, καταμερίζοντας 10% της επίσημης βοήθειας στη βασική εκπαίδευση. Με τις βιομηχανικές χώρες να πρέπει να δώσουν τουλάχιστον το 0,7% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε βοήθεια και τουλάχιστον το 0,15% στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.
Σχεδόν, 121 εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο είναι εκτός σχολείου, εκ των οποίων τα 65 εκατομμύρια είναι κορίτσια. «Το βαρύ τίμημα πληρώνουν εξαιτίας αυτού του αποκλεισμού από το σχολείο, τόσο τα ίδια τα κορίτσια, όσο και οι οικογένειες, οι κοινότητες και οι χώρες τους. Η φτώχεια έχει βαρύτερες επιπτώσεις στα κορίτσια, που αντιμετωπίζουν διπλό κίνδυνο: εξαιτίας του φύλου τους και της φτώχειας», σημειώνεται στην Εκθεση.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι κάθε χρόνος παραπάνω εκπαίδευσης της μητέρας μειώνει το ποσοστό θνησιμότητας των παιδιών κάτω των 5 ετών από 5% έως 10%. Ενώ στις 1.000 γυναίκες, κάθε επιπρόσθετος χρόνος εκπαίδευσης υπολογίζεται ότι προλαμβάνει δύο μητρικούς θανάτους. Τα παιδιά μορφωμένων μητέρων είναι πιο πιθανό να πάνε και αυτά σχολείο. Ενώ όπως σημειώνεται, τα κορίτσια που πηγαίνουν στο σχολείο είναι περισσότερο ικανά να προστατεύσουν τον εαυτό τους από ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του Εϊτζ, είναι λιγότερο πιθανό να πέσουν θύματα διακίνησης ή εκμετάλλευσης σε κάποια εργασία και είναι λιγότερο ευπρόσβλητα στη βία. Και όπως διαπιστώνεται: «Τα κορίτσια διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο από όσο τα αγόρια από το Εϊτζ, τη σεξουαλική εκμετάλλευση και τη διακίνηση. Είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στη φτώχεια και την πείνα. Οταν τα κορίτσια στερούνται των γνώσεων και των δεξιοτήτων που μπορεί να παρέχει το σχολείο και οι δύο αυτοί κίνδυνοι αυξάνονται βραχυπρόθεσμα και τελικά κληροδοτούνται στην επόμενη γενιά».
Αλλο ένα ανησυχητικό στοιχείο που προκύπτει είναι ότι πάνω από 5 εκατομμύρια άνθρωποι μολύνονται από τον ιό του Εϊτζ κάθε χρόνο. Στην υποσαχάρια Αφρική υπολογίζεται ότι υπάρχουν 11 εκατομμύρια παιδιά που έμειναν ορφανά εξαιτίας του Εϊτζ. Είναι συχνά εκείνα τα παιδιά που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το σχολείο - και κορίτσια που σε μεγάλη αναλογία φροντίζουν άρρωστους συγγενείς τους, εκτίθενται για μια ακόμη φορά στον υψηλότερο κίνδυνο.