Πέμπτη 4 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
Βιβλίο
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
«Με το φως»

Καθώς «καμιά ομορφιά/ δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης» (όπως σοφά λέει στο ποίημά του «Το τρομαγμένο ζώο»), η νέα ποιητική συλλογή του άξιου ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη «Με το φως» τρέφει την ομορφιά των στίχων της από τη λύπη της μνήμης. Από τη λύπη που γεννά η θύμηση του παρελθόντος. Από τη λύπη για το χαμό αγαπημένων προσώπων, της μητρικής τρυφερότητας και αυτοθυσίας, στιγμών ακριβών και εικόνων πανώριων της φύσης, ιδίως την άνοιξη, που η ποιητική του Χρ. Λιοντάκη ως «μνημοτεχνική αθροίζει». Από τη λύπη που γεννά η αίσθηση της χαμένης αρχαίας ομορφιάς αυτού του τόπου. Από τη λύπη που γεννά το σήμερα. Ενα σήμερα, όπου «τολμηρά χέρια οδηγούν την κατανάλωση προς τον Καιάδα». Ενα σήμερα γεμάτο «χειρονομίες και κόρνες, καθώς μόνο/ με το χρήμα μετράται ο χρόνος». Ενα σήμερα όπου «η τρυφερότητα πλέει στην αγωνία» και «η πραγματικότητα λογοδοτεί στο χρόνο/ και της ψυχής οι μώλωπες/ κρυμμένοι μ' επιμέλεια τόσον καιρό/ ανάγλυφα προβάλλουν».

Ο τιμημένος με το μετάλλιο του «Ιππότη της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών» της Γαλλίας και το βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» Χριστόφορος Λιοντάκης, με τη συλλογή αυτή, πορεύεται στην ομορφιά της λύπης, διαφυλάσσοντας βαθύτατα μέσα του ένα λυρισμό παρηγορητικό και τη δημιουργική «ευλογία» της μελαγχολίας για τα ανθρώπινα βάσανα. Βάσανα, που όλοι μας συναντάμε, αλλά ίσως κάποιοι προσπερνάμε. Βάσανα, όπως, λ.χ., ενός μικρού και ντροπαλού παιδιού που «ένα κατοστάρικο ζητά/ και το βλέμμα των περαστικών παγώνει/ στα λευκά του δόντια», γιατί είναι «μικρός πολύ και ντρέπεται/ την πείνα του θανάτου να ονομάσει». Βάσανα, όπως του μετανάστη, που έχει «στην πλαστική σακούλα ένα λευκό μπλουζάκι/ λερωμένο, τα αθλητικά πλυμένα και περπατά/ με της φιλανθρωπίας τα παλιομοδίτικα».

Σ' αυτό το «σκοτεινό» σήμερα, όπου «Η πολιτική γεωγραφία με ρωγμές/ κι η διαλεκτική τρεκλίζει», αντιπαρατίθεται ο Χρ. Λιοντάκης: «Η ανάμνηση μιας άλλης υπόστασης/ κατατροπώνει τους εχθρούς της όρασής μου/ λιώνει τους μέσα παγετώνες/ διώχνει το ζόφο όπως/ μια στάλα λεμόνι το σκούρο του τσαγιού./ Τα ένδοθεν αγάλματα φωτίζει». Ο ποιητής, αρνούμενος αυτό το απαξιωμένο σήμερα, στρέφεται «στο κοιμισμένο κομμάτι της ψυχής» και ξυπνώντας το, ονειρεύεται το «φως» μιας νέας «άνοιξης»: «Στους υπαινιγμούς της άνοιξης/ λάμπουν οι αρχαίες ημέρες./ Λάμπει η χάρη στον γκρεμό/ καθώς η μυρωμένη στιγμή/ κατηφορίζει προς την προαιώνια αλμύρα. Ακόμη και το τετριμμένο, χαρμόσυνο./ Του φωτός ωραίοι καρποί ακροβατούν στους βράχους/ να φανεί η μυσταγωγία». Και ελπίζει: «Θα ξανάρθει/ ηλιοβασίλεμα μετανιωμένο/ ξύπνημα πρωινό./ Και με μνήμη και με λήθη/ θα ξανάρθει/ ήχος απόχρονου καλοκαιρινού./Θα ξανάρθει/ το λίγο νοσταλγώντας του φωτός». (Εκδόσεις «Καστανιώτη»).


Αρ. Ελ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ