Κυριακή 12 Φλεβάρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΑΡΘΡΑ
Αντικομμουνιστικό μνημόνιο και το όπλο της κομμουνιστικής αυτοκριτικής

Ενας από τους πιο σημαντικούς κινδύνους που εγκυμονεί το αντικομμουνιστικό μνημόνιο, είναι να οδηγήσει συνεπείς κομμουνιστές στην παγίδα της εν λευκώ υπεράσπισης πτυχών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που καμιά σχέση δεν είχαν με το σοσιαλισμό, πόσο μάλλον με την ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Μια τέτοια αντιμετώπιση του αντικομμουνισμού, είναι βέβαιο ότι μάλλον τον εκτρέφει ασυνείδητα και τούτο διότι η έτσι κακώς νοούμενη υπεράσπιση του σοσιαλισμού στην πραγματικότητα ενδίδει στην ταύτιση των κομμουνιστικών ιδανικών και ιδίως της χειραφέτησης και της ελευθερίας της κοινωνικής ατομικότητας με το αντίθετό τους, ενδίδει στην ταύτιση της πλέον ανθρωποκεντρικής θεωρίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα με πράξεις που αναμφίβολα αποτελούν την πιο χυδαία αναθεώρηση και δυσφήμισή της.

Βεβαίως, αυτή η αμυντική τακτική δεν είναι παντελώς ανεξήγητη. Μια ερμηνεία της δίνεται από την περιγραφή του Σουίζι για τη στάση του Μπάραν σχετικά με αυτό το ζήτημα.

Γράφει, λοιπόν, ο Σουίζι: «Το να κριτικάρει [ο Μπάραν] δημόσια το καθεστώς που προέκυψε από την επανάσταση θα ήταν μια βοήθεια για τους εχθρούς του καθεστώτος που ήταν και δικοί του εχθροί, και ήταν αποφασισμένος να μην το κάνει αυτό».1

Οταν, λοιπόν, κάτι τέτοιο ισχύει για έναν άνθρωπο σαν τον Μπάραν, που κάθε άλλο παρά μπορεί να υποστηριχτεί ότι αποτελούσε υπόδειγμα φιλοσοβιετικού μαρξιστή, είναι θεμιτό, ιδιαίτερα σε περιόδους που ο κομμουνισμός τίθεται υπό διωγμό τόσο σαν πρακτική όσο και σαν ιδεολογία, να αναπτύσσεται ένα αμυντικό ρεφλέξ απέναντι στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η λογική, όταν με μαστιγώνουν οι άλλοι δε θα πρέπει παράλληλα να αρχίσω το αυτομαστίγωμα, δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Από την άλλη όμως, ακριβώς όσοι πονάνε την υπόθεση του σοσιαλισμού και αγωνίζονται γι' αυτόν, είναι αυτοί που δικαιούνται, αλλά και έχουν την υποχρέωση να ανοίξουν τη συζήτηση για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και όχι να σπεύδουν να «κλείνουν» θεμελιακά ερωτήματα, σχετικά με αυτόν πριν αυτά καλά - καλά τεθούν, υπό συζήτηση. Ακόμη αυτοί είναι που έχουν υποχρέωση, αν χρειαστεί, να αποκαθαρίσουν τον κομμουνισμό από ό,τι τον δυσφημεί και να ασκήσουν κριτική στον «υπαρκτό σοσιαλισμό».

«Η πλέον αυστηρή αυτοκριτική δεν αποτελεί μόνον δικαίωμα για την εργατική τάξη, αλλά είναι επίσης γι' αυτήν το ύψιστο καθήκον»,2έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Και για τον Λένιν «η αυτοκριτική είναι απαραίτητη για τους μαρξιστές».3 Ο ίδιος, μάλιστα, δήλωνε από αφορμή ένα ποίημα του Μαγιακόφσκι, ότι τον θαύμαζε όχι τόσο για το ποιητικό του ταλέντο, για το οποίο, άλλωστε, δήλωνε αναρμόδιος, αλλά διότι «στο ποίημά του καυτηριάζει αμείλικτα τις συνεδριάσεις και σατιρίζει τους κομμουνιστές...».4Ακόμη, αναφορικά με την μπροσούρα του «Ενα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω», επισήμανε ότι το γεγονός πως οι αντίπαλοι «θα προσπαθήσουν φυσικά να αποσπάσουν ορισμένα μεμονωμένα μέρη της μπροσούρας μου που πραγματεύεται τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του κόμματός μας και να τις χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς [...] δε θα πρέπει να οδηγήσει τους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες να μη συνεχίζουν, [...] να κάνουν την αυτοκριτική τους και να ξεσκεπάζουν αμείλιχτα τις δικές τους ελλείψεις».5

Αλλωστε, ο ίδιος ο Λένιν υπήρξε ο πρώτος κριτικός ιδίως της σοβιετικής γραφειοκρατίας και ίσως αυτή να ήταν και η τελευταία μεγάλη πολιτική μάχη της ζωής του. Με πόνο ψυχής ο Λένιν κατήγγειλε αμείλικτα αυτήν τη «μεγάλη σαπίλα», «βρωμιά», «μούχλα» «πληγή», «σκουριά», «κομματική αρρώστια» που «κατατρώει» τη Σοβιετική Ενωση.6

Αλλά και ο Ενγκελς από μια άλλη σκοπιά, στο περίφημο γράμμα του στον Κάουτσκυ, το οποίο αναφέρεται στη δημοσίευση της «Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα» του Μαρξ, απαντά σε όσους τον κατηγορούν ότι βγάζει τα κομματικά άπλυτα στη φόρα ότι είναι απαράδεκτο να θέλουν «να βάλουν τη γερμανική σοσιαλιστική επιστήμη, ύστερα από το λυτρωμό της από τον αντισοσιαλιστικό νόμο του Βίσμαρκ, κάτω από ένα νέο αντισοσιαλιστικό νόμο που θα τον σκάρωναν και θα τον εφάρμοζαν οι ίδιες οι σοσιαλδημοκρατικές διοικήσεις».7Ταυτόχρονα, στο ίδιο γράμμα θέτει δυο σημαντικά ζητήματα σε σχέση με την αυτοκριτική: Το πρώτο, ότι είναι «αβάσιμος ο φόβος ότι [η δημοσίευση] θα 'δινε όπλα στους αντιπάλους [...] διότι τελικά η εντύπωση που θα κυριαρχούσε ακόμη και σε αυτούς θα ήταν η κατάπληξη και το αίσθημα: τι εσωτερική δύναμη πρέπει να έχει ένα κόμμα που μπορεί να επιτρέπει στον εαυτό του τέτοιο πράγμα!».8Το δεύτερο και κυριότερο, ότι η όποια δυσαρέσκεια μπορεί να προκαλέσει η αυτοκριτική σε μερικούς, αυτή «ισοφαρίζεται πλουσιοπάροχα» αν το περιεχόμενό της είναι τεκμηριωμένο, υψηλού επιπέδου και αποκαλύπτει την αλήθεια, όπως συμβαίνει με την κριτική που ασκεί ο Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα».

Βεβαίως, στα πλαίσια αυτής της αυτοκριτικής δε θα πρέπει να παρασυρθούμε στην αστικής προέλευσης μεθοδολογία, της καταγγελίας ως υπεύθυνων για τις στρεβλώσεις του σοσιαλισμού ορισμένων προσώπων.

Ας θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο Μαρξ ασκούσε κριτική στον Βίκτωρα Ουγκώ, γιατί στο βιβλίο του «Ο Μικρός Ναπολέων» αρέσκονταν να καταγγέλλει τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, αλλά δεν προχωρούσε στην αναζήτηση των συνθηκών που επέτρεψαν «σε ένα πρόσωπο γκροτέσκο και τιποτένιο να παρουσιάζεται σαν ήρωας»,9κάτι που αντίθετα έκανε ο ίδιος ο Μαρξ στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη».

Και, βεβαίως, αντίστροφα δε θα πρέπει να οδηγούμαστε στη θεοποίηση ορισμένων προσώπων και τούτο διότι ούτε αρμόζει στους επαναστάτες το δόγμα του αλάθητου του Πάπα που καθιέρωσε η Σύνοδος του Βατικανού το 1870, ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και ο ίδιος ο Μαρξ δεν ήθελε να γίνεται λόγος για «μαρξισμό», αλλά για «επιστημονικό σοσιαλισμό», ακριβώς για να μην του αποδίδεται μια θεωρία που δεν τη θεωρούσε κτήμα του, αλλά θεωρητικό πατριμόνιο του προλεταριάτου.10

Μια συμπληρωματική, και κάθε άλλο παρά αντιθετική της προηγούμενης στάση αντιμετώπισης του μνημονίου, είναι να προβάλλουμε τι είναι εκείνο, που, όπως το ίδιο το μνημόνιο αναφέρει, προκαλεί «σε ορισμένες χώρες [να] είναι ζωντανό ακόμα ένα είδος νοσταλγίας για τον κομμουνισμό».11

Και εκείνο που προκαλεί αυτή τη «νοσταλγία» δεν είναι τίποτε άλλο από την εφαρμογή, έστω και όχι ολοκληρωμένα ορισμένων αρχών του κομμουνισμού, τις οποίες βεβαίως και θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε με πάθος.

Ας θυμηθούμε ότι κατά την «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», ο λόγος για τον οποίο είναι αναγκαία η μεταβατική κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού ή αυτού που αργότερα ονομάστηκε σοσιαλισμός, είναι ακριβώς η αναγκαιότητα τήρησης του κανόνα του ίσου δίκαιου που αν και βεβαίως τώρα πια περιορίζεται στο ότι όλοι κρίνονται από την προσφορά εργασίας δίχως πια να κυριαρχούν οι κοινωνικές διαφορές, ή με άλλα λόγια από το ότι «η ισότητα βρίσκεται στο ότι μετρούν με το ίδιο μέτρο, με την εργασία», συνεχίζει να παραμένει ένας άδικος κανόνας. Ταυτόχρονα, όμως, στα πλαίσια της τάσης αποεμπορευματοποίησης που θα πρέπει να χαρακτηρίζει το σοσιαλισμό, αυτή η αρχή που σημαίνει διανομή στον καθένα ανάλογα με την απόδοση της εργασίας του, θα πρέπει να αντικαθίσταται βαθμιαία από την κομμουνιστική αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».12

Ο,τι, λοιπόν πιο σημαντικό είχε να προσφέρει ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», εκείνο ακριβώς που φοβίζει τους εμπνευστές του αντικομμουνιστικού μνημονίου και που κάνει τους κατοίκους αυτών των χωρών να νοσταλγούν το παρελθόν, είναι ακριβώς από τη μια η σχεδιοποίηση, η οποία κατέστη δυνατή στη βάση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και η οποία έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας και της ανασφάλειας που μαστίζει σήμερα αυτές τις χώρες και από την άλλη τα σπέρματα του κομμουνισμού, δηλαδή οι δωρεάν Υγεία, Περίθαλψη, Παιδεία, Πολιτισμός... και άλλες παροχές, ή οι κάτω του κόστους παροχές, οι οποίες αποδίδονταν στους πληθυσμούς αυτών των χωρών, με βάση όχι πια το άδικο ίσο δίκαιο, αλλά με βάση την κομμουνιστική αρχή, δηλαδή ανάλογα με τις ανάγκες τους. Σε τελευταία ανάλυση, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι μόνον όταν οι ίδιοι οι κομμουνιστές αναλάβουν να κρίνουν τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και να αναδείξουν και κυρίως να ερμηνεύσουν όλα τα θετικά του, αλλά και όλα τα αρνητικά του, ή όπως λέει και ο ποιητής το «μέγα πλήθος από λογής σκουπιδοτενεκέδες»,13αυτός θα πάψει να είναι έρμαιο της κριτικής των εχθρών του, ανοιχτών ή συγκαλυμμένων εκπροσώπων του κεφαλαίου.

Και από αυτήν τη σκοπιά οι σύγχρονοι κομμουνιστές δεν έχουμε το δικαίωμα να χαρίζουμε το όπλο της κριτικής στους αντιπάλους μας, έστω και αν αυτή η κριτική αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», τον οποίο άλλωστε «δεν είμαστε εμείς που τον σκοτώνουμε, αυτό έχει ήδη συμβεί».14

***

1. Αναφέρεται στον Ντέιβιντ Ρέντον, «Κριτικός μαρξισμός - ρεύματα και θεωρίες του μαρξισμού του 20ού αιώνα», εκδόσεις «ΚΨΜ», 2005 σελ. 132 - 133.

2. Rosa Luxemburg. La crise de la social - democratie in Rosa Luxemburg, textes, editions socials, 1969, σελ. 198.

3. Λένιν, «Για την μπροσούρα του Γιούνους». «Απαντα» τόμος 30, σελ. 2

4. Λένιν, «Για τη διεθνή και εσωτερική κατάσταση της σοβιετικής δημοκρατίας», «Απαντα», τόμος 45, σελ. 13.

5. Λένιν, «Ενα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω», «Απαντα», τόμος 8, σελ. 194.

6. Βλέπε Γιώργου Ρούση, «Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1985, ιδίως σελίδες 69 - 80.

7.Βλέπε Φρίντριχ Ενγκελς. «Γράμμα στον Κάουτσκυ, Λονδίνο, 23 Φλεβάρη. 1891, παράρτημα στον Καρλ Μαρξ. Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1979, σελ. 42.

8. Στο ίδιο, σελ. 39.

9. Καρλ Μαρξ, Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση του 1869 στο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1983, σελ. 7

10.R. Dangeville, Presenation du K. Marx - F. Engels, La Commune de 1871 http://marxists.org

11. Βλέπε «Ριζοσπάστης» 18/1/2006.

12. Καρλ Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», ό.π. σελ. 15

13.Μαγιακόφσκι, «Συνομιλία με το σύντροφο Λένιν», στο «Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Ο Μαγιακόφσκι - Τα εύκολα και τα δύσκολα», εκδόσεις, «Ελληνικά Γράμματα», 2000, σελ. 290 - 291.

14.Κατά παράφραση της γνωστής φράσης του Νίτσε «Μάνα, δε σκότωσα εγώ τον Χριστό, αυτό είχε ήδη συμβεί».


Του
Γιώργου ΡΟΥΣΗ*
*Ο Γ. Ρούσης είναι καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστήμιου


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ