«H βασική πρωταρχική πράξη των τραπεζών είναι η μεσολάβηση στις πληρωμές. Σε σχέση μ' αυτό οι τράπεζες μετατρέπουν το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο σε ενεργό, δηλαδή σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος, συγκεντρώνουν τα χρηματικά έσοδα όλων των ειδών και τα θέτουν στη διάθεση της τάξης των καπιταλιστών. Στο βαθμό που αναπτύσσεται η τραπεζική δραστηριότητα και συγκεντρώνεται σε λίγα ιδρύματα, οι τράπεζες μετεξελίσσονται από το μετριόφρονα ρόλο των μεσολαβητών σε πανίσχυρους μονοπωλητές, που διαθέτουν σχεδόν όλο το χρηματικό κεφάλαιο του συνόλου των καπιταλιστών και των μικρονοικοκυραίων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των μέσων παραγωγής και των πηγών πρώτων υλών σε μια δοσμένη χώρα ή σε μια ολόκληρη σειρά χωρών. Αυτή η μετατροπή των πολυάριθμων μετριοφρόνων μεσολαβητών σε μια χούφτα μονοπωλητές αποτελεί ένα από τα βασικά προτσές της μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό και γι' αυτό θα πρέπει να σταθούμε πριν απ' όλα στη συγκέντρωση των τραπεζών».
( Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»,
«Απαντα», τ. 27, σελ. 332).
Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου οδηγεί αναπόφευκτα στο μονοπώλιο. Αυτή η διαδικασία συντελείται και στον τραπεζικό τομέα. Στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, οι τράπεζες απασχολούνταν κυρίως με τη «μεσολάβηση στις πληρωμές». Βασικά, δέχονταν καταθέσεις, έδιναν βραχυπρόθεσμα δάνεια σε επιχειρήσεις, κρατούσαν τους λογαριασμούς μερικών καπιταλιστών. Σ' αυτή τους τη δραστηριότητα, αναπτύσσεται μεταξύ τους ανταγωνισμός για την προσέλκυση περισσότερων και ισχυρών πελατών.
Ετσι, απ' αυτήν τη διαδικασία, ένας μικρός αριθμός γιγαντιαίων τραπεζών κυριάρχησε στη χρηματιστική ζωή των καπιταλιστικών χωρών, είτε με την υποταγή, είτε με την απόκτηση του ελέγχου, είτε με την εξαγορά μικρότερων τραπεζών. Ενας μικρός αριθμός τραπεζιτών κατέχει πλέον ένα ντε φάκτο μονοπώλιο (τραπεζικό μονοπώλιο), για την παραχώρηση δανείων, απαραίτητων για τη λειτουργία και δράση των γιγαντιαίων διαστάσεων επιχειρήσεων. Ετσι, παύουν πλέον να δρουν ως δανειστές, που αρκούνται απλώς στην είσπραξη των τόκων των κεφαλαίων που προκατέβαλαν και αναμειγνύονται άμεσα στη δραστηριότητα του βιομηχανικού κεφαλαίου.
«Η τράπεζα, όταν κρατά τον τρέχοντα λογαριασμό μερικών καπιταλιστών, φαίνεται σαν να εκπληρώνει μια καθαρά τεχνική, αποκλειστικά βοηθητική πράξη. Οταν, όμως, η πράξη αυτή αναπτύσσεται σε γιγαντιαίες διαστάσεις, τότε αποδείχνεται ότι μια χούφτα μονοπωλητές υποτάσσουν τις εμπορικές και βιομηχανικές πράξεις όλης της καπιταλιστικής κοινωνίας, αποκτώντας τη δυνατότητα - με τις τραπεζικές συνδέσεις, με τους τρέχοντες λογαριασμούς και τις άλλες χρηματιστικές πράξεις - στην αρχή να ξέρουν με ακρίβεια την κατάσταση των διαφόρων καπιταλιστών, ύστερα να τους ελέγχουν, να τους στερούν το κεφάλαιο ή να τους δίνουν τη δυνατότητα να αυξάνουν το κεφάλαιό τους γρήγορα και σε τεράστιες διαστάσεις κλπ» (Λένιν, «Απαντα», τ. 27, σελ. 336-337).
Οταν, μάλιστα, χορηγούν πίστωση σε επιχειρήσεις που επιδίδονται σε ίδιες ή παραπλήσιες δραστηριότητες, προσπαθούν να αποφύγουν τον εξοντωτικό ανταγωνισμό μεταξύ τους, που θα οδηγούσε σε πτώση των κερδών. Ετσι, επεμβαίνουν για να επιταχύνουν και μερικές φορές να επιβάλουν τη βιομηχανική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση. Ταυτόχρονα, έχουν τη δυνατότητα της άμεσης εξάρτησης αυτών των επιχειρήσεων μόνο και μόνο κάτω από την απειλή της διακοπής των πιστώσεων. Από τη στιγμή δε που δίνουν μακροχρόνια δάνεια, συμμετέχουν, στην πραγματικότητα, ενεργά στο κεφάλαιο της εταιρίας. Αυτή η διαδικασία οδηγεί από την άλλη μεριά και τα βιομηχανικά μονοπώλια να γίνονται συνιδιοκτήτες τραπεζών.
«Οσο για τη στενή σύνδεση ανάμεσα στις τράπεζες και τη βιομηχανία, σ' αυτόν ακριβώς τον τομέα εκφράζεται ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο ο καινούριος ρόλος των τραπεζών. Αν η τράπεζα προεξοφλεί τη συναλλαγματική ενός δοσμένου επιχειρηματία, του ανοίγει τρέχοντα λογαριασμό κλπ., αυτές οι πράξεις παρμένες χωριστά, δε μειώνουν ούτε κατά ένα γιώτα την αυτοτέλεια αυτού του επιχειρηματία και η τράπεζα δε βγαίνει από το μετριόφρονα ρόλο του μεσάζοντα. Αν, όμως, αυτές οι πράξεις γίνονται συχνότερα και μονιμότερα, αν η τράπεζα "συγκεντρώνει" στα χέρια της τεράστια κεφάλαια, αν η διεκπεραίωση των τρεχόντων λογαριασμών μιας δοσμένης επιχείρησης επιτρέπει στην τράπεζα - και αυτό ακριβώς γίνεται - να γνωρίζει όλο και πληρέστερα την οικονομική κατάσταση του πελάτη της, τότε έχουμε σαν αποτέλεσμα την όλο και πληρέστερη εξάρτηση του βιομηχάνου καπιταλιστή από την τράπεζα» (Λένιν, «Απαντα», τ. 27, σελ. 343).
Ετσι, οι τράπεζες στις καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές μορφές της νομοθεσίας που διέπουν τον τραπεζικό τομέα από χώρα σε χώρα, συμβάλλουν αποφασιστικά και επιταχύνουν τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και δημιουργίας μονοπωλίων. Αποτελούν δε τα κέντρα της σύγχρονης οικονομικής ζωής, τους βασικούς μοχλούς όλου του καπιταλιστικού συστήματος.
Σύγχρονο, επίσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα χρηματιστικής ολιγαρχίας είναι ο όμιλος επιχειρήσεων της οικογένειας Ροκφέλερ στις ΗΠΑ. Σ' αυτόν παίρνουν μέρος περισσότερες από 22 βιομηχανικές εταιρίες, 6 μεταφορικές και 11 τραπεζιτικές. Το συνολικό κεφάλαιο των εταιριών της ομάδας ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Φυσικά, το ατομικό κεφάλαιο της οικογένειας Ροκφέλερ είναι πολύ μικρότερο. Διαχειρίζονται, όμως, όλο το κεφάλαιο του χρηματιστικού ομίλου που καθοδηγείται απ' αυτούς.
Αλλο ανάλογο παράδειγμα είναι η μεγαλύτερη γερμανική εταιρία, η «Daimler - Benz». «Συμμετείχε τον Οκτώβριο του 1995, έμμεσα ή άμεσα, σε 1.104 επιχειρήσεις σε 62 χώρες. Από το σύνολο των συμμετοχών, 433 αφορούσαν γερμανικές επιχειρήσεις σε 55 κλάδους. Το μεγαθήριο RWE συμμετείχε σε 1.738 επιχειρήσεις σε 40 χώρες, ενώ 1.217 συμμετοχές αφορούν γερμανικές εταιρίες σε 100 κλάδους»... «Ανάμεσα στις 10 μεγαλύτερες εμπορικές της Ευρώπης σήμερα, συναντά κανείς τέσσερις γερμανικές. Ιδιαίτερα ενισχυμένες είναι οι γερμανικές τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρίες, οι κυρίαρχες του οικονομικού παιχνιδιού στη χώρα»... «στις 10 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες εντοπίζει κανείς δύο γερμανικές («Deutsche», «Dresdner»), αλλά και τέσσερις γαλλικές» («Καθημερινή», 5/7/96).