Κυριακή 19 Μάρτη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
3 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΙΡΑΚ
Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου

Ιρακινοί αντάρτες στη Φαλούτζα

Eurokinissi

Ιρακινοί αντάρτες στη Φαλούτζα
«Η Ευρασία είναι η σκακιέρα πάνω στην οποία παίζεται ο αγώνας για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία... είναι η μεγαλύτερη ήπειρος της υδρογείου και αποτελεί άξονα από γεωπολιτική άποψη. Μια δύναμη, που θα κυριαρχούσε στην Ευρασία θα έλεγχε τις δύο από τις τρεις πιο προωθημένες και οικονομικά πιο παραγωγικές περιοχές του κόσμου ...Περίπου το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στην Ευρασία και το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού πλούτου του κόσμου βρίσκεται επίσης εκεί... αντιπροσωπεύει το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ και τα 3/4 των παγκοσμίως γνωστών ενεργειακών πόρων ...εκεί βρίσκονται οι επόμενες 6 (μετά τις ΗΠΑ) μεγαλύτερες οικονομίες και οι επόμενοι 6 μεγαλύτεροι καταναλωτές στρατιωτικών όπλων ...εκεί βρίσκονται όλες οι παγκόσμιες δυνάμεις που διαθέτουν φανερά ή κρυφά πυρηνικά όπλα εκτός από εμάς ...όλες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν δυνητικά να αμφισβητήσουν την πολιτική ή και την οικονομική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ είναι ευρασιατικές... Για τις ΗΠΑ, η Ευρασία είναι το κύριο γεωπολιτικό λάφυρο... και ευτυχώς για τις ΗΠΑ είναι πολύ μεγάλη για να είναι ενιαία πολιτικά».

Αυτά έγραφε το 1998 στη «Μεγάλη Σκακιέρα» ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Αμερικανών Προέδρων και νυν σύμβουλος στο Κέντρο Στρατηγικής και Διεθνών Μελετών των ΗΠΑ. Εκτός των άλλων, υποστήριζε ότι Ρωσία, Γερμανία και Γαλλία μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικούς γεωστρατηγικούς ρόλους και πιθανώς να είναι το κέντρο των αξόνων εκείνων που θα δυσχεράνουν την Ουάσιγκτον στην «εκπλήρωση των γεωστρατηγικών της επιταγών», καθώς θα επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους. Αλλά και ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιτύχουν το στόχο του απόλυτου ελέγχου στην περίπτωση που η Ευρώπη μπορέσει να λειτουργήσει χωρίς εσωτερικές διαμάχες και αντικρουόμενα συμφέροντα ως προμετωπίδα των αμερικανικών επιδιώξεων. Ομως, ο ίδιος εκτιμά ότι «η ενωμένη Ευρώπη, ως πολιτική έκφραση και επιδίωξη συμφερόντων, είναι ακόμη μόνο στα χαρτιά».

Φυσικά, οι απόψεις Μπρεζίνσκι δεν είναι ευαγγέλιο. Ούτε, άλλωστε, ήταν ο μόνος «ειδικός» που εξέφρασε τέτοιες σκέψεις. Ηταν, όμως, σχεδόν προκλητικά κυνικά διατυπωμένες με σχέδια επί χάρτου επεξεργασμένα στην κάθε τους λεπτομέρεια. Επιπλέον, έδιναν σαφές στίγμα των στόχων που έθεταν οι ΗΠΑ. Κατά τον Μπρεζίνσκι, σημαντικότερος παράγοντας διατήρησης αυτής της πρωτοκαθεδρίας ήταν να πετύχουν οι ΗΠΑ τον έλεγχο όχι μόνο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της, αργότερα, ονομαζόμενης «ευρείας Μέσης Ανατολής», αλλά και των ενεργειακών δρόμων και των εκεί πολιτικών ηγεσιών. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούν οξύτατα προβλήματα στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, την ΕΕ και την Ιαπωνία, αφού εξαρτώνται ενεργειακά άμεσα από τη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ παράλληλα «ελέγχουν» την πρόσβαση της ανερχόμενης Κίνας στους ενεργειακούς πόρους. Και δημιουργούν ασφυκτικό κλοιό στη Ρωσία, αφαιρώντας της ζωτικό χώρο ως επίσης μια ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα.

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει στραφεί σε αυτήν την κατεύθυνση από τα τέλη του '90. Η 11η Σεπτέμβρη λειτούργησε, όμως, ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να «εξαγνιστούν» οι νέες κατευθύνσεις. Ο Πρόεδρος Μπους εξαπέλυσε «αντιτρομοκρατικό πόλεμο» και όριζε «άξονα του κακού», όπου περιλαμβάνονταν 2 από τα πλέον νευραλγικά ενεργειακά σημεία της Ευρασίας, το Ιράν και το Ιράκ. Τους επόμενους μήνες, διέρρευσαν σχέδια «ευρύτερης αναδιάρθρωσης της περιοχής», που παράσερναν και «συμμάχους», όπως η Σαουδική Αραβία.

Είναι κατανοητό ότι όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί δεν ήταν άγνωστοι στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Οταν οι ΗΠΑ, με δεύτερη φωνή τη Βρετανία, κλιμάκωσαν, από το 2002, τις πιέσεις κατά του Ιράκ, τα διαφορετικά συμφέροντα των υπολοίπων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία) υποχρέωσαν τις ηγεσίες τους να εκφράσουν αντιρρήσεις. Η κόντρα αρχικώς κυμάνθηκε στα όρια της διπλωματικής αντιπαράθεσης για την επιβολή ή όχι «έξυπνων κυρώσεων». Εξελίχθηκε σε ανοιχτή διπλωματική σύγκρουση στους κόλπους του Συμβουλίου Ασφαλείας, τους μήνες πριν την εισβολή στο Ιράκ. Ολοι θυμούνται ακόμη τις ομιλίες των τότε υπουργών Εξωτερικών της Γαλλίας Ντομινίκ ντε Βιλπέν, της Ρωσίας Ιγκόρ Ιβανόφ, και της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ, με τον πρώτο να χαρακτηρίζει «χείριστη λύση τη στρατιωτική» και να απειλεί με χρήση βέτο, επικαλούμενος, εννοείται, τις «ανθρωπιστικές ανησυχίες του».

Η υποκρισία των δήθεν «διαφωνούντων» της ΕΕ

Η ουσία της αντιπαράθεσης ήταν ξεκάθαρη, τουλάχιστον στους άμεσα εμπλεκόμενους. Οι «διαφωνούντες» δεν είχαν μόνον οικονομικά συμφέροντα και συμβόλαια που διακυβεύονταν από μια στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Αντιλαμβάνονταν ότι στόχος της Ουάσιγκτον ήταν η επίτευξη ακόμη μεγαλύτερου ελέγχου στην κρίσιμη αυτή περιοχή και, εν μέρει, γνώριζαν ότι ο πόλεμος ήταν προαποφασισμένος, γεγονός που επιβεβαιώνουν απόρρητα βρετανικά έγγραφα που δημοσιοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 2005 και αναφέρουν ότι η βρετανική διπλωματία είχε αντιληφθεί ως τετελεσμένη την αμερικανική απόφαση επέμβασης από το 2002. Ο Τόνι Μπλερ, μετά από συνάντηση με τον Πούτιν πριν από την έναρξη του πολέμου, παραδεχόταν ότι «οι χώρες που διαφωνούν θα υποστούν αποδεδειγμένα σοβαρές συνέπειες στα συμφέροντά τους από μια στρατιωτική επέμβαση και ίσως θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο υιοθέτησης ενός μηχανισμού αντιστάθμισης των απωλειών αυτών»!!

Στη συγκεκριμένη φάση, εξαιρετικά αποκαλυπτική ήταν η στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που δεν κατέληξε, παρά τα αλλεπάλληλα έκτακτα συμβούλια κορυφής, σε κοινή απόφαση, αφού Βρετανία - Ισπανία και, ακολούθως, σχεδόν όλες οι, υπό ένταξη, χώρες της ανατολικής Ευρώπης συντάχθηκαν ανοιχτά με τις ΗΠΑ (με το αζημίωτο φυσικά, όπως παραδέχτηκε δημόσια ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Αρι Φλάισερ), προκαλώντας τριγμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αποδείχτηκε, έτσι, περίτρανα ότι η «ενωμένη Ευρώπη» δεν είναι παρά ένας μηχανισμός προώθησης των συμφερόντων του κεφαλαίου της κάθε χώρας - μέλους. Συμφέροντα, που σαφώς βέβαια δε σχετίζονται με αυτά των ευρωπαϊκών λαών (ούτως ή άλλως, η πλειοψηφία της παγκόσμιας κοινής γνώμης ήταν ενάντια στον πόλεμο), αλλά ούτε και ταυτίζονται, απαραίτητα, μεταξύ τους, για να λειτουργήσουν υπό το προσωπείο «του αντίπαλου δέους».

Μετά την έναρξη της κατοχής στο Ιράκ, οι τόνοι, διπλωματικά τουλάχιστον, χαμήλωσαν. Χρειάστηκαν δύο αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας (1483 Μάης 2003 και 1546 Ιούνιος 2004), για να νομιμοποιηθεί σταδιακά η κατοχή και οι «διαφωνούντες» να αποκτήσουν το περιθώριο διεκδίκησης μέρους της κατοχικής λείας. Ο Λευκός Οίκος εγκατέλειψε τα περί «όπλων μαζικής καταστροφής και διασυνδέσεων με την αλ Κάιντα», και «ανακάλυψε» το σχέδιο για την «Ευρεία Μέση Ανατολή», με πρώτο πείραμα «εκδημοκρατισμού» το Ιράκ. Ο νέος «μανδύας» δεν ενθουσίασε ούτε τους «διαφωνούντες», ούτε τις αραβικές ηγεσίες, αλλά δεν ανέβασαν τους τόνους, αφού, ούτως ή άλλως, το «πείραμα» καρκινοβατεί.

Φυσικά, οι, προπολεμικά αναδυόμενες, ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις δεν εξαφανίστηκαν διά μαγείας. Οι «διαφωνούντες» του 2002 αποφεύγουν επισταμένα να αναλάβουν μέρος του βάρους της κατοχής, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις της Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο που η «συμμαχία των προθύμων» φυλλορροεί και η κατάσταση στο Ιράκ τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη. Πολλοί στρατιωτικοί αναλυτές, μάλιστα, εκτιμούν ότι όσο η κατάσταση στο Ιράκ δεν εξομαλύνεται, έτσι ώστε οι Αμερικανοί να αποχωρήσουν σταδιακά διατηρώντας μόνο βάσεις και μια κυβέρνηση υποχείριο, τόσο προβληματικότερη γίνεται μια στρατιωτική επέμβαση στο Ιράν.

Μια νέα κλιμάκωση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων βρίσκεται προ των πυλών με αφορμή το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, καθώς, πράγματι, η διπλωματική κρίση που όλοι παρακολουθούμε μοιάζει, ακόμη και στις φράσεις που χρησιμοποιούνται, πιστή επανάληψη της υπόθεσης του Ιράκ. Πόσο μάλλον, που, κατά πολλούς, κεντρικός στόχος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ήταν πάντα το Ιράν, λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης ως κόμβου στην ενεργειακή μεταφορά, αλλά και της σημαντικής πολιτικής επιρροής που ασκεί στην ευρύτερη περιφέρεια στη βάση της σιιτικής του ταυτότητας.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ