Λίγο πριν από την επιστροφή στην Αθήνα και να σου ο Κώστας. Ετών 29. Επάγγελμα: Πωλητής. «Τι πουλάς», ρωτάω. «Και τι δεν έχω πουλήσει στη ζωή μου», απαντάει. «Και ξέρεις κάτι» συμπληρώνει, «όσο σιχαίνομαι την αμερικάνικη εταιρεία σα νοοτροπία, τόσο μου λαχαίνει να δουλεύω σ' αυτές. Τώρα πουλάω κινητά. Σε μια μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία δουλεύω...».
Το ύφος του συγκρατημένα απηυδισμένο και σχεδόν απολογητικό. Προσπαθώ να δω γιατί. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι από τους «τυχερούς» σκέφτομαι φωναχτά, που έχει στις μέρες μας δουλιά...
Ομως, ο Κώστας δεν κωλώνει. Θέλει να μιλήσει. Σκάει. Με περίμενε στην παρέα γιατί πείστηκε ότι θα καταλάβω λόγω πολιτικής.
«Δεν είναι δουλιά. Δε σου ζητάνε να δουλέψεις σήμερα, κυρία Κανέλλη μου. Τη ζωή σου σου ζητάνε. Η εταιρία θέλει να είναι εκεί το σπίτι σου, αυτή η γυναίκα σου, η ζωή σου ολόκληρη, το λιγότερο δώδεκα ώρες την ημέρα. Δεν είσαι άνθρωπος, είσαι στόχος αύξησης κερδών και πωλήσεων...».
Κάποια στιγμή το παλικάρι σκοτεινιάζει. Και συνάμα διστάζει. Ζυγιάζει αν θα μου πει αυτό που του 'ρχεται αυθόρμητα στο κεφάλι. «Σε σένα το λέω, δεν κινδυνεύω», μονολογεί.
«Πριν από λίγο καιρό με πήρε ο διευθυντής μου - σπάνια του μιλάω - στο τηλέφωνο και μου ζήτησε να δώσω στην εταιρεία παιδικές μου φωτογραφίες ηλικίας από 2 έως 6 ετών. Ημουν σε ρεπό. Δε μου εξηγούσε και το γιατί. Παραξενεύτηκα. Αρνήθηκα. Επέμενε. Γυρνάω στην εταιρεία και μαθαίνω ότι όλοι, τριάντα άνθρωποι στο γραφείο είχαν ήδη στείλει παιδικές τους φωτογραφίες. Εμαθα και γιατί. Η εταιρεία ήθελε να φτιάξει ένα εσωτερικής κατανάλωσης βίντεο με τους υπαλλήλους της στα χρόνια της παιδικής τους αθωότητας. Για να βελτιωθεί λέει το κλίμα... Να αισθανθούμε μια οικογένεια... Υπό τη σκέπη της. Στην αγκαλιά της μαμάς εταιρίας. Εγώ δεν έστειλα τις παιδικές μου φωτογραφίες. Ημουν ο μόνος που αρνήθηκα... Μέχρι στιγμής έχω ακόμα δουλιά. Ή καλύτερα, όπως λένε πια, απασχόληση. Δουλιά δεν υπάρχει πια. Καταργήθηκε...».