Η αναθεώρηση του άρθρου 16 και ο νέος νόμος - πλαίσιο, η αξιολόγηση των σχολών, των σχολείων και των εκπαιδευτικών με τα κριτήρια της καπιταλιστικής αγοράς και η συνακόλουθη κατηγοριοποίησή τους, η ιδιωτική - οικονομική λειτουργία όλης της εκπαίδευσης, η εξώθηση για εξεύρεση «πρόσθετων πόρων» από τις σχολές και τα σχολεία με προσφυγή σε χορηγούς - επιχειρήσεις και ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, η «αποκέντρωση» και η διάσπαση του ενιαίου προγράμματος σπουδών, αμφισβητούνται αντικειμενικά από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας πια.
Οι χιλιάδες των εκπαιδευτικών, μαθητών και φοιτητών έχοντας ήδη την εμπειρία των οξυμένων προβλημάτων του εκπαιδευτικού συστήματος μπήκαν σε κίνηση, για να δηλώσουν την παρουσία τους στο πολιτικό σκηνικό, να διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση της Παιδείας, γι' αυτά που βιώνουν καθημερινά, για τη λιτότητα, την ανεργία και ανασφάλεια που θερίζουν τη νεολαία, τους εκπαιδευτικούς και όλο το λαό.
Συνάμα όλοι αυτοί άρχισαν να συναισθάνονται τι σημαίνουν για την εκπαίδευση και το μέλλον τους οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις»: Μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και υποβάθμιση της μόρφωσης, ενίσχυση των ταξικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση, ιδεολογική - πολιτική καθυπόταξη των εκπαιδευτικών και έλεγχο της σκέψης και της συνείδησης μαθητών και φοιτητών.
Οι δυνάμεις αυτές όχι μόνο αποφεύγουν να συγκρουστούν με την πολιτική των αναδιαρθρώσεων, όχι μόνο συγκαλύπτουν τις συνέπειές τους, αλλά κάνουν τα πάντα για να εκτονώσουν τους αγώνες σε ανώδυνα για την κυρίαρχη πολιτική πλαίσια.
Στις εισηγήσεις των ΔΟΕ και ΟΛΜΕ ασκείται κριτική στην κυβέρνηση, αλλά αποσιωπάται το γεγονός ότι η ΝΔ συνεχίζει την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, το οποίο με τη σειρά του στηρίζει την πολιτική που εφαρμόζει η ΝΔ.
Ούτε λόγος φυσικά δε γίνεται για τη στρατηγική της Λισαβόνας, της ΕΕ, για τις αποφάσεις της Μπολόνια και τις επιδιώξεις του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων.
Οι δυνάμεις του ΣΥΝ και οι Παρεμβάσεις -Συσπειρώσεις, που μόνο αυτόνομες δεν είναι, με τη γνωστή τακτική τους να συντάσσονται κάθε φορά με τον «αντιπολιτευτικό» πόλο του δικομματισμού αποδυναμώνουν πολιτικά το κίνημα, βοηθώντας έτσι τη διαιώνιση της κυρίαρχης πολιτικής.
Εκείνο που πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα είναι ότι οι δικομματικοί εταίροι απάντησαν στον αγώνα των εκπαιδευτικών με την ίδια λογική ότι η αύξηση των δαπανών για την Παιδεία εξαρτάται από το βαθμό αποδοχής των αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων» από τους εκπαιδευτικούς, προσπαθώντας να τους εξαγοράσουν διά βίου. Επιδιώκουν, δηλαδή, να επαναληφθεί το εγχείρημα του ΟΤΕ, όπου ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ ξεπούλησαν τη μονιμότητα των νέων υπαλλήλων αλλά και δικαιώματα των υπηρετούντων με ψευδο-παροχές. Σε αυτήν την αντίληψη συναλλαγής που καλλιεργείται από τα ΜΜΕ και για το χώρο της εκπαίδευσης κλείνουν πονηρά το μάτι και οι ηγεσίες των ΔΟΕ - ΟΛΜΕ και γι' αυτό το λόγο σιωπούν. Το ΠΑΜΕ είναι το μόνο που εναντιώνεται με συνέπεια σε τέτοιου είδους μεθοδεύσεις.
Η διέξοδος βρίσκεται στην ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής και στην προώθηση των αιτημάτων και στόχων του ΠΑΜΕ για την εκπαίδευση. Γι' αυτό αποτελεί αναγκαιότητα η διεύρυνση των δυνάμεών του για να συνεχιστούν συντονισμένα και δυναμικά οι αγώνες μας. Αμεσα δίνουμε έμφαση στην ενημέρωση και συμπόρευση των εργαζομένων μέσα από την κοινή δράση εκπαιδευτικών, μαθητών, φοιτητών για να γίνει η Παιδεία υπόθεση της εργατικής τάξης και ολόκληρου του λαού, που είναι το βασικό προαπαιτούμενο για την αναγέννησή της. Ο αγώνας για ενιαία λαϊκή Παιδεία συνεχίζεται.