Σάββατο 10 Μάη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Αλλοτε και τώρα

Αλλοτε: 1940. Τότε. Εκείνα τα μαρτυρικά, εκείνα τα ηρωικά και δύσκολα χρόνια, που μας ξύπνησαν οι μαύρες σειρήνες του πολέμου και γιόμισαν οι δρόμοι της Αθήνας παλικάρια, που κινούσαν για να υπερασπίσουν τ' άγια χώματα της πατρίδας, εκεί στο ίδιο με το σημερινό τόπο της Αλβανίας. Και γιόμισαν οι γειτονιές κι έτρεχαν ξεσηκωμένες οι μάνες, οι αδελφές, οι γυναίκες, οι αρραβωνιαστικιές και τους αποχαιρετούσαν και τους φιλούσαν κι εύχονταν καλό κι ευλογημένο γυρισμό, καλό κατευόδιο, και με τη νίκη και εκλιπαρούσαν για ένα ταχυδρομικό δελτάριο "είμαι καλά", τίποτ' άλλο.

Και τα τραμ ήταν γεμάτα και κρέμονταν τα παλικάρια στα πρεβάζια, στα παραθύρια, στους προφυλαχτήρες, στις στέγες και τα τρένα σφύριζαν και οι μαντίλες ξεδιπλώνονταν και το σημάδι του σταυρού στεφάνωνε το φευγιό τους.

Η Αθήνα, αλλοπαρμένη και περήφανη, ξεπροβοδούσε τα παιδιά με τα λιαντούφεκα, τα ξεχαρβαλωμένα άρβυλα, τις στραπατσαρισμένες γκέτες και τον μεγάλο όρκο της θυσίας.

Και τα μαύρα νυχτέρια της αναμονής και τα μαύρα νυχτέρια κάτω από τις καντήλες, που πλέκαν οι γυναίκες τσουράπια και φανέλες κι ακούγονταν από στόματα ψιθυριστά, βαρύ και πονεμένο γιομάτο ελπίδα τραγούδι: "Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά. Παιδιά... Παιδιά...". Και χαμογελούσε η Παναγιά στα τζάμια των σπιτιών και δάκρυζε η Παναγιά στις εικόνες των εκκλησιών, να κάνει το μεγάλο θάμα. Και μεις τα παιδιά, με τα ξυλοντούφεκα και τα χάρτινα καπέλα στο κεφάλι, αναπαραστούσαμε στα παιχνίδια μας τα φαντάρια, που πολεμούσαν πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.

Και τώρα. 1997. Οποία η διαφορά. Αλλα παλικάρια από την ίδια χώρα. Βαριά οπλισμένοι σαν αστακοί πάνω στα C-130 και τ' αρματαγωγά με τα κινητά και τα κομπιούτερ, πάνε πάλι στον ίδιο τόπο να παίξουν έναν άλλο ρόλο, το ρόλο του "προστάτη", ένα ρόλο ύποπτο και παραπλανητικό για συμφέροντα ξένα, προσφέροντας, τάχα, "ανθρωπιστική βοήθεια".

Και τι μου θύμισε η φράση "ανθρωπιστική βοήθεια". Και γυρνώ πάλι πενήντα και βάλε χρόνια πίσω, στα Δεκεμβριανά. Τότε, προσφέροντας "ανθρωπιστική βοήθεια", μας χτυπούσαν οι "σύμμαχοι" και "απελευθερωτές" Εγγλέζοι, με τα τανκς, τους όλμους και τα κανόνια τους, τότε που τα αεροπλάνα τους πολυβολούσαν πάνω απ' τα κεφάλια μας κι έσπερναν φωτιά και θάνατο και γιόμιζαν πάλι οι δρόμοι νεκρούς και λαβωμένους και ξεσπιτωμένες φαμίλιες με τους μπόγους στο χέρι πάνω στους αραμπάδες τραβούσαν τον καινούριο δρόμο της προσφυγιάς.

Κι ύστερα οι Εγγλέζοι, στην Ελβιέλα, μας μοίραζαν σόγια και φασολάδα να χορτάσουν την πείνα μας, και με τσάκισε στο ξύλο ένας Εγγλέζος - παιδί 8 χρονώ - μου πήρε και ποδοπάτησε την κατσαρόλα, επειδή ανακάλυψε πως μπήκα για δεύτερη φορά στην ουρά να ξαναπάρω, μια και δεν είχα χορτάσει την πείνα μου.

Κι ύστερα οι Εγγλέζοι, για "ανθρωπιστικούς λόγους", πάτησαν το συνοικισμό(Χαροκόπου), Κάστρο άπαρτο, λημέρι ΕΛΑΣίτικο τα χρόνια της Κατοχής, που δεν τόλμησαν να πλησιάσουν και να κουρσέψουν Γερμανοί και ταγματασφαλίτες. Και πάτησαν πάνοπλοι και καλοχορτασμένοι οι Εγγλέζοι και πήραν τον πατέρα με τις χειροπέδες - και όλοι οι γείτονες φώναζαν πως αυτός είναι άγιος άνθρωπος και δεν πείραξε ποτέ κανένα και τον έστειλαν στην Ελ Ντάπα για "ανθρωπιστική βοήθεια", επειδή δε βρήκαν τη δεκατετράχρονη αδελφή μου που ήταν στο βουνό.

Κι εμείς τα παιδόπουλα, με τα ξυλοντούφεκα και τα χάρτινα καπέλα, μασουλώντας ...ανθρωπιστικές τσίχλες, τραγουδούσαμε "γιούπι γιάγια, και "ιτς ιλαγγονε του Τιπερέρυ".

Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ