Και τα τραμ ήταν γεμάτα και κρέμονταν τα παλικάρια στα πρεβάζια, στα παραθύρια, στους προφυλαχτήρες, στις στέγες και τα τρένα σφύριζαν και οι μαντίλες ξεδιπλώνονταν και το σημάδι του σταυρού στεφάνωνε το φευγιό τους.
Και τα μαύρα νυχτέρια της αναμονής και τα μαύρα νυχτέρια κάτω από τις καντήλες, που πλέκαν οι γυναίκες τσουράπια και φανέλες κι ακούγονταν από στόματα ψιθυριστά, βαρύ και πονεμένο γιομάτο ελπίδα τραγούδι: "Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά. Παιδιά... Παιδιά...". Και χαμογελούσε η Παναγιά στα τζάμια των σπιτιών και δάκρυζε η Παναγιά στις εικόνες των εκκλησιών, να κάνει το μεγάλο θάμα. Και μεις τα παιδιά, με τα ξυλοντούφεκα και τα χάρτινα καπέλα στο κεφάλι, αναπαραστούσαμε στα παιχνίδια μας τα φαντάρια, που πολεμούσαν πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Και τι μου θύμισε η φράση "ανθρωπιστική βοήθεια". Και γυρνώ πάλι πενήντα και βάλε χρόνια πίσω, στα Δεκεμβριανά. Τότε, προσφέροντας "ανθρωπιστική βοήθεια", μας χτυπούσαν οι "σύμμαχοι" και "απελευθερωτές" Εγγλέζοι, με τα τανκς, τους όλμους και τα κανόνια τους, τότε που τα αεροπλάνα τους πολυβολούσαν πάνω απ' τα κεφάλια μας κι έσπερναν φωτιά και θάνατο και γιόμιζαν πάλι οι δρόμοι νεκρούς και λαβωμένους και ξεσπιτωμένες φαμίλιες με τους μπόγους στο χέρι πάνω στους αραμπάδες τραβούσαν τον καινούριο δρόμο της προσφυγιάς.
Κι ύστερα οι Εγγλέζοι, στην Ελβιέλα, μας μοίραζαν σόγια και φασολάδα να χορτάσουν την πείνα μας, και με τσάκισε στο ξύλο ένας Εγγλέζος - παιδί 8 χρονώ - μου πήρε και ποδοπάτησε την κατσαρόλα, επειδή ανακάλυψε πως μπήκα για δεύτερη φορά στην ουρά να ξαναπάρω, μια και δεν είχα χορτάσει την πείνα μου.
Κι ύστερα οι Εγγλέζοι, για "ανθρωπιστικούς λόγους", πάτησαν το συνοικισμό(Χαροκόπου), Κάστρο άπαρτο, λημέρι ΕΛΑΣίτικο τα χρόνια της Κατοχής, που δεν τόλμησαν να πλησιάσουν και να κουρσέψουν Γερμανοί και ταγματασφαλίτες. Και πάτησαν πάνοπλοι και καλοχορτασμένοι οι Εγγλέζοι και πήραν τον πατέρα με τις χειροπέδες - και όλοι οι γείτονες φώναζαν πως αυτός είναι άγιος άνθρωπος και δεν πείραξε ποτέ κανένα και τον έστειλαν στην Ελ Ντάπα για "ανθρωπιστική βοήθεια", επειδή δε βρήκαν τη δεκατετράχρονη αδελφή μου που ήταν στο βουνό.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ