Σάββατο 7 Ιούνη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
Το "δίκιο" του εθνικόφρονος πολίτου

Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Μια ηρωίδα του λαού. Το χρονικό μιας τραγωδίας

6ο ΜΕΡΟΣ

Φορούσα στα πόδια μου ένα ζευγάρι ωραία αρβυλάκια. Οταν κατατάχθηκα, στην Καστανιά, με πήγε ο πατέρας μου σ' ένα ντόπιο τσαγκάρη, φίλο του, και μου τα 'φκιασε. Βακέτα γερή, με καθαρό σολόδερμα από κάτω και πεταλάκια για να κρατήσουν πιο πολύ.

- Αϊντε και με τη λευτεριά!.. Να μη χρειαστείς άλλο ζευγάρι... μου ευχήθηκε, όταν τα φόρεσα, ο γερο - τσαγκάρης απ' την Καστανιά.

Με τράβηξαν έξω. Εκείνος ο λοχίας ο ...άκος, απ' τη Λακωνία, μαζί με ένα χωροφύλακα. Κι αφού μου έδωσαν μερικές κλοτσιές και γροθιές, μου είπαν να λύσω τα κορδόνια. Τράβηξαν και μου έβγαλαν τις αρβύλες απ' τα ποδάρια. Τις πήραν. Και σε λίγο, έφεραν και μου πέταξαν μπροστά μου ένα άλλο ζευγάρι παλιοπάπουτσα, τρύπια από κάτω.

Ποιος ξέρει σε ποιον δικό το υς, "εθνικόφρονα", έκαναν δώρο τ' αρβυλάκια μου...

Το πρωί, μας έβαλαν στη γραμμή, δυο - δυο, καθώς ήμασταν δεμένοι με τις χειροπέδες και ξεκινήσαμε πάλι.

Και πάλι δρόμος ατέλειωτος, κατσάβραχο και πείνα και κρύο να τρυπάει το κορμί. Τα ποδάρια μας ξεπαγιασμένα, πρησμένα νταούλι απ' τα κρυοπαγήματα, σέρνονταν σαν ξυλένια στο κακοτράχαλο μονοπάτι, που ακολουθούσε δίπλα - δίπλα το ποτάμι, τον Αγραφιώτη. Πολλοί έβγαλαν τα παπούτσια τους και τα πέταξαν. Και περπατούσαν με τις κάλτσες κι άλλοι με τα νύχια γυμνά, μελανιασμένα.

Σφίγγουμε τα δόντια και περπατάμε, περπατάμε. Οποιος πέσει, αντιμετωπίζει τα "πυκνά πυρά" των συνοδών: Βρισιές, κλοτσιές, κοντακιές. Τον σηκώνουν, τον στήνουν στα πόδια του και ξαναπαίρνει πάλι το δρόμο, δαγκώνοντας την καρδιά του.

Ο Σωκράτης, το παιδί που έβαλε τα ποδάρια του κοντά στη φωτιά, το πρώτο βράδυ εκεί στ' Αγραφα, είναι αδύνατο να προχωρήσει. Επεσε μπρούμυτα και δεν το κουνούσε, με όσες κλοτσιές και κοντακιές κι αν του 'διναν από πάνω.

Οι πατούσες του είχαν ανοίξει. Και έτρεχε από μέσα αίμα και ένα υγρό, σαν κερασόζουμο. Τα παπούτσια τα είχε πετάξει απ' την αρχή της πορείας, γιατί είχαν πρηστεί τα ποδάρια του και άρχισαν να μελανιάζουν.

Σταμάτησε η φάλαγγα. Καθυστερούσε. Τον έπιασαν δυο και τον φόρτωσαν σ' ένα μουλάρι, σαν σακί. Και συνεχίζεται πάλι η πορεία και το μαρτύριο.

Στο Κεράσοβο, μας περίμενε άλλη "υποδοχή". Είχαν βάλει χωριάτες "εθνικόφρονες", "αγανακτισμένους πολίτες", να μας αποδοκιμάσουν.

Βγήκαν στο δρόμο χωροφύλακες και μαζί τους κι αυτοί οι "αγανακτισμένοι" κι άρχισαν να μας βρίζουν, να μας φτύνουν, να μας χτυπάνε με ό,τι κρατούσε ο καθένας στα χέρια του. Και να φωνάζουν:

- Παλιοκουμμουνισταίοι!.. Γιατί ουρέ, θέλετε να μας πουλήσετε την Ελλάδα μας στη Βουλγαρία;.. Να μας πάρετε τσ' περιουσίες μας, τα σπίτια μας;..

Ενα παιδί, ανταρτόπουλο, είχε απ' το σπίτι του μια κουβερτούλα, με ωραία σχέδια και χρώματα, ολοκαίνουρια. Θα την ύφανε με τα χεράκια της η αδερφή, για την προίκα της. Κι όταν έφυγε τ' αδέρφι για τ' αντάρτικο, θα την τράβηξε απ' το γιούκο, τη δίπλωσε με προσοχή και του τη χάρισε.

- Παρ' την, αδερφέ, να σκεπάζεσαι. Να μην κρυώνεις 'κει πάνω στα βουνά, στα χιόνια...

Ενας τσοπάνος, αγριομούστακος, όρμησε με την αγκλίτσα του σηκωμένη, απάνω στο παιδί.

- Πού τη βρήκες αυτή την καρπέτα, ουρέε!.. Δική μ' η καρπέτα, κυρ - αστυνόμε!..

Γύρισε να ζητήσει τάχα και τη βοήθεια της εξουσίας.

- Δική μ' η κουβέρτα! Δε γνωρίζω την κουβέρτα μ';.. Κι αυτόν τον γνωρίζω! Την πήρε απ' το σπίτι μ', την άλλη φορά, που πέρασαν από δω απ' το χωριό...

Κι ο κύριος ενωμοτάρχης, που λάβαινε κι ο ίδιος μέρος στην "υποδοχή", άλλο που δεν ήθελε. "Αγανάκτησε" ακόμα πιο πολύ, που ο "άτιμος κομμουνιστοσυμμορίτης" λήστεψε το "φτωχό εθνικόφρονα πολίτη" και του πήρε την κουβέρτα του...

- Εγώ δεν έχω περάσει ποτέ απ' το χωριό σας. Και την κουβέρτα μού την έδωσε η αδελφή μου... τόλμησε να διαμαρτυρηθεί το παιδί. Μα ποιος να του δώσει δίκιο και σημασία; Ο λοχίας, ο ...άκος, θα χαιρόταν κιόλας από μέσα του. Και θα φχαριστιόταν πάρα πολύ μ' αυτά που έβλεπε, αφού κι αυτός ο ίδιος πρωτοστατούσε στο βασανισμό των αιχμαλώτων του.

Ακόμα κι ο ανθυπολοχαγός, εκείνος που αποπήρε το χωροφύλακα εκεί στο Μοναστηράκι, δεν το διακινδύνευσε να 'ρθει ανοιχτά σε ρήξη με τη συνοδεία και πιο πολύ με τους χωροφύλακες. Ισως φοβόταν μήπως βρει κι ο ίδιος κανένα μπελά. Μήπως τον κατηγορήσουν πως έπαιρνε το μέρος των κομμουνιστών...

Κι έτσι, η όμορφη καρπέτα, το δώρο της αδελφής, που την έφερε απ' το σπίτι του ο νεαρός αντάρτης, που την πέρασε απ' τη Νιάλα, νικώντας τη μανία της χιονοθύελλας, που δεν την αποχωρίστηκε, παρ' όλες τις ταλαιπωρίες μετά τη σύλληψή μας και την κουβαλούσεν δεμένη ρολό και κρεμασμένη μ' ένα σχοινί απ' τον ώμο του, πέρασε, με βάση το "δίκιο του ισχυρότερου", στην κυριότητα του αγριομούστακου τσοπάνη. Του "εθνικόφρονος πολίτου" απ' το Κεράσοβο της Ευρυτανίας. Καημένο Κεράσοβο...

Η Βαγγελίτσα, η μόνη γυναίκα ανάμεσα στους 30 άντρες αιχμαλώτους, μάζευε τις πιο πολλές βρισιές και αισχρόλογα ακατονόμαστα, προπαντός απ' τους χωροφύλακες.

Αλλά δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι. Δεν προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό της από ντροπή, για τη "διαπόμπευσή" της.

Γύριζε το κεφάλι της και τους κοίταζε ατάραχη, μ' ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση, ακόμα και οίκτο.

Μου έδινε την εντύπωση της αρκούδας...

Της αρκούδας, που κι αλυσοδεμένη και με το χαλκά στα ρουθούνια δεν παύει να είναι η αρκούδα η μεγαλόπρεπη, όσο κι αν την "πομπεύει" στους δρόμους και στις ρούγες του χωριού ο γύφτος, ο αρκουδιάρης. Ενώ, όλα εκείνα τα κουτάβια και τα κοπρόσκυλα της γειτονιάς που στριφογυρνάνε γύρω της και γαυγίζουν "εκ του ασφαλούς", μέσα τους, αιστάνονται ανατριχίλα και δέος και μόνο που την αντικρίζουν!..

Αλυχτάν' από μακριά, "παλικαρίσια", μα στην ουσία τρέμει το φυλλοκάρδι τους. Και μόλις γυρίσει απάνω τους τα μάτια η αφέντρα του δάσους, βάζουν την ουρά στα σκέλια και τρέχουν πανικόβλητα να χωθούν στο καλύβι τους.

Αυτήν ακριβώς την εντύπωση μου έδιναν εκεί στο Κεράσοβο και σ' όλη τη διαδρομή εκείνοι οι "παλικαράδες" χωροφύλακες.

Και η φάλαγγα συνέχιζε την πορεία της...

ΑΥΡΙΟ ΤΟ 7ο ΜΕΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ