Μικρότερη κατά 34% περίπου είναι η αγοραστική ικανότητα του μέσου Ελληνα, σε σχέση με την αγοραστική ικανότητα του μέσου Ευρωπαίου. Η εκτίμηση αυτή, που ανήκει στη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (EYROSTAT), δείχνει πόσο κάλπικα και εξωπραγματικά ήταν τα επιχειρήματα όλων εκείνων που υποστήριζαν πως με την εφαρμογή των μέτρων και πολιτικών που επιτάσσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ - δηλαδή με την εφαρμογή της μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων - θα συγκλίνει η ελληνική οικονομία (και άρα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων) με τις οικονομίες και το βιοτικό επίπεδο των περισσότερο αναπτυγμένων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Από τα επίσημα στοιχεία της EYROSTAT, προκύπτει ότι ο μέσος Ελληνας - από την άποψη της πραγματικής αγοραστικής ικανότητας - βρίσκεται στην τελευταία θέση του πίνακα των πολιτών των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συγκεκριμένα, ενώ για το σύνολο των κατοίκων των 15 χωρών - μελών της ΕΕ το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (μεταφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) είναι 100 μονάδες, κάποιες χώρες έχουν πάνω από τις 100 μονάδες (είναι οι πλούσιες) και κάποιες άλλες (οι φτωχές) κάτω από 100. Κάτω από το μέσο όρο έχουν οι Ελληνες, οι Πορτογάλοι, οι Ισπανοί, οι Βρετανοί και οι Φινλανδοί και πάνω από το μέσο όρο οι κάτοικοι των υπόλοιπων χωρών - μελών της ΕΕ.
Αναλυτικότερα, με βάση το μέσο όρο (δηλαδή το 100) της αγοραστικής ικανότητας που ισχύει για το σύνολο των κατοίκων των 15 χωρών - μελών της ΕΕ:
Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι το 1993 η Ελλάδα - δηλαδή η μέση αγοραστική δύναμη των Ελλήνων - ήταν στην προτελευταία θέση (14η), με ουραγό την Πορτογαλία που βρισκόταν στην 15η θέση. Ελέω της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής λιτότητας, η Ελλάδα τα κατάφερε να περάσει στην τελευταία θέση. Είναι κι αυτό ένα από τα κατορθώματα της πολιτικής που ακούει στο όνομα "σύγκλιση"! Μια σύγκλιση είχε σαν συνέπεια στην Ελλάδα να έχουμε τιμές Ευρώπης, αλλά μισθούς... Ασίας.