Κυριακή 17 Νοέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 42
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΗΠΑ - ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Η σιωπή όσων δεν έχουν χρυσό

Ενα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοέμβρη στις ΗΠΑ ήταν η αύξηση της αποχής.

Για την ακρίβεια, επρόκειτο για επαναύξηση. Η αποχή ήταν ήδη πολύ μεγάλη σε προηγούμενες εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα στοιχεία του 1988 δημιούργησαν διαφωνίες μεταξύ των ειδικών: Ηταν η συμμετοχή 48% ή 49%;

Στις προεδρικές εκλογές του 1992, η συμμετοχή αυξήθηκε λίγο. Πόσο αυξήθηκε; Ούτε αυτό είναι σαφές. Υπολογίστηκε, πάντως, γύρω στο 53 - 55%. Τόσο που ο Πρόεδρος Κλίντον θεώρησε αναγκαίο να κάνει, στην ομιλία της ανάληψης των καθηκόντων του, λόγο για "ιστορικούς αριθμούς" της συμμετοχής.Τώρα, επιστρέφουμε στον παλιό καλό καιρό. Δηλαδή, στην αραιωμένη συμμετοχή. Οι κ. Παπαχελάς και Ρουσσόπουλος, που επάνδρωσαν το συνεργείο του MEGA στην Ουάσιγκτον, θεωρούν στις ανταποκρίσεις τους ότι η αποχή ξεπέρασε το 50%.

Σύμφωνα με το ASSOCIATED PRESS (τηλεγράφημα 00250/6.11.96), τα ακόμη ατελή στοιχεία δείχνουν ότι ψήφισαν κάτω από 96.000.000 Αμερικανοί. Αν αυτό επαληθευτεί, τελικά, θα ισοδυναμεί με ποσοστό συμμετοχής 48,9%, που θα είναι το χαμηλότερο από το 1824. Σε σύγκριση με τις προεδρικές εκλογές του 1988, ο αριθμός των ψηφισάντων μειώθηκε κατά πάνω από 5.000.000. Το τηλεγράφημα του ΑΡ (Νο 00611/6.11.96) αλλά και τα δημοσιεύματα της NEW YORK HERALD TRIBUNE δημιουργούν, πάντως, την εντύπωση ότι ο συνολικός αριθμός αυτών που ψήφισαν δεν ήταν πάνω από 93.000.000, πράγμα που, εάν αληθεύει, σημαίνει συμμετοχή γύρω στο 47,5% και μείωση σε σύγκριση με το 1992 κατά πάνω από 8.000.000. "Η συμμετοχή ήταν άθλια", γράφει χαρακτηριστικά η NYHT της 7ης Νοέμβρη - μια διαπίστωση με την οποία δύσκολα διαφωνεί κανείς.

Ποιοι φουσκώνουν τις "σιωπηλές στρατιές";

Οι ανταποκριτές του συνεργείου του MEGA είναι κατηγορηματικοί: Εκείνοι που, κατά κανόνα, δεν ψήφισαν στις 5 Νοέμβρη (και, μάλιστα, εκείνοι που δεν είχαν καν "εγγραφεί στους καταλόγους για να ψηφίσουν") είναι εκείνοι που θεωρούνται "μη προνομιούχοι" και θεωρούν και οι ίδιοι τον εαυτό τους σαν τέτοιο: Οι λιγότερο εύπορες κατηγορίες του πληθυσμού και οι εθνικές μειονότητες.

Στην πραγματικότητα, εκείνο που ξέρουμε ότι συμβαίνει είναι το εξής: Δεν ψηφίζει η τεράστια πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της λιγότερο ευνοημένης εργαζόμενης μικροαστικής μάζας. Αντίθετα, ψηφίζει το πιο ευνοημένο τμήμα του πληθυσμού: Οι διάφορες κατηγορίες της αστικής τάξης, τα πιο ευνοημένα τμήματα των μεσαίων τάξεων και, περιστασιακά, τα πιο ειδικευμένα στρώματα του εργατικού δυναμικού.

Πρόκειται, ασφαλώς, για ένα φαινόμενο πιο πολύπλοκο, αφού κρύβει και άλλες πλευρές (στις ΗΠΑ, π.χ., το εθνικό πρόβλημα κ.ά.), αλλά αυτό δεν αλλάζει τη βασική παράμετρο.

Από την άλλη, πρόκειται για μια εργαστηριακή απόδειξη (για να μην πούμε "εργαστηριακή εκδήλωση") μιας γνωστής παρατήρησης του Β.Ι. Λένιν:

"Οι σημερινοί μισθωτοί δούλοι, εξαιτίας των όρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πιέζονται τόσο πολύ από την ανέχεια και την εξαθλίωση, που "δεν ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία", "δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική" και, μέσα στις συνθήκες της συνηθισμένης ειρηνικής ροής των γεγονότων, η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει παραμεριστεί από τη συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή".

Εδώ, άλλωστε, θα πρέπει να αποδοθεί και ένα άλλο φαινόμενο: Η φανερή τάση ανόδου της αποχής.

Πράγματι, η άνοδος αυτή είναι αναμφισβήτητη και, μάλιστα, όχι μικρή: Ενώ, στη δεκαετία του 60, η μέση συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές ήταν περί το 63%, σήμερα έχει πέσει κάτω του 50%. Και αυτό, στις προεδρικές εκλογές, γιατί, στις άλλες, η συμμετοχή είναι, συχνά, καθαρά συμβολική.

Πού πρέπει να το αποδώσουμε αυτό;

Εδώ βρίσκεται το σημείο στο οποίο δεν μπορεί κανείς, δυστυχώς, να μην διαφωνήσει με τους συναδέλφους του MEGA. Εκείνοι δίνουν την εντύπωση ότι θεωρούν την αύξηση της αποχής σαν μια ένδειξη της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν (δυστυχώς, επαναλαμβάνουμε) το ακριβώς αντίθετο. Κατ' αρχήν, η πορεία μείωσης της συμμετοχής στη δεκαετία του 70 δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετη με μια εξέλιξη που παρουσιάζεται γύρω στο 1973 - 74: Την έναρξη μείωσης των πραγματικών αποδοχών της μάζας του πληθυσμού, μείωσης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τους επικρατεστέρους υπολογισμούς, στη διάρκεια της υπερεικοσαετίας αυτής, η μέση αμοιβή έχασε το 20% περίπου της πραγματικής της αξίας. Στο μεταξύ, καθώς τα χρόνια περνούν, η τάση αυτή αρχίζει να ξεπερνά τα πλαίσια των απλών πραγματικών αμοιβών και να αγκαλιάζει και νέους τομείς, παίρνοντας νέες ποιοτικά διαστάσεις. Ετσι, έχουμε τη θεαματική εμφάνιση του προβλήματος των αστέγων, που κανείς δεν ξέρει πόσοι ακριβώς είναι, σε μια χώρα όπου - σημειώνουμε - όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει λόγος για οικονομική αδυναμία, αλλά και η παραγωγικότητα της εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλή ακριβώς στον οικοδομικό τομέα. Ακόμη περισσότερο, λίγο πριν την ψηφοφορία, ο Πρόεδρος Κλίντον κατήργησε, με ένα απλό διάταγμα, όλο το, όχι πολύ σπουδαίο, "κοινωνικό κράτος" των ΗΠΑ, γεγονός που δε βλέπουμε πώς δεν είχε δραματικές συνέπειες για την "ποιότητα ζωής" του πληθυσμού, την οποία ο κ. Παπαχελάς φαίνεται να εκτιμά σαν βασικό στοιχείο των ανησυχιών των εκλογέων της 5ης Νοέμβρη 1996.

Στις γενικές συνθήκες των ΗΠΑ, όπου η κυριαρχία του κεφαλαίου (και, στις ημέρες μας, του μονοπωλιακού κεφαλαίου) όχι μόνο δεν έχει ποτέ στα σοβαρά αμφισβητηθεί, αλλά παίζει και ένα κρίσιμο διεθνή ρόλο, η κύρια πολιτική μορφή έκφρασης της εξέλιξης αυτής είναι η αποχή από τις εκλογές, δηλ. μια διαφοροποιημένη μορφή υποταγής.

Ενδιαφέρον έχει να δούμε ότι αυτό ισχύει όχι μόνο για τους ψηφοφόρους αλλά και για τους υποψηφίους. Το τηλεγράφημα Νο 00514/7.11.96 του ASSOCIATED PRESS, με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Το παντοδύναμο δολάριο", εκτιμά ότι οι ευπορότεροι υποψήφιοι ήταν αυτοί που, γενικά, νίκησαν στις εκλογές για τη Βουλή και τη Γερουσία. Υπολογίζει, μάλιστα, ότι οι υποψήφιοι για τη Βουλή που νίκησαν δαπάνησαν 4 δολ. κατά μέσο όρο για κάθε ψήφο που πήραν, ενώ οι ηττημένοι 2,80 δολ.

Η δεύτερη (και η τρίτη) αιτία

Τα παραπάνω είναι αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε "γενικούς όρους διεξαγωγής των εκλογών". Σημαντικό, όμως, ρόλο έπαιξαν και οι "συγκεκριμένοι όροι" της διεξαγωγής τους.

Ολα δείχνουν ότι μία από τις σημαντικότερες συγκεκριμένες αιτίες της μείωσης της συμμετοχής πρέπει να αναζητηθεί στην επάνοδο της έντονης δικομματικής "ποιότητας" των εκλογών.

Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να πούμε ότι η, όχι πολύ μεγάλη αλλά πραγματική, αύξηση της συμμετοχής το 1992 οφειλόταν αποκλειστικά στην αμφισβήτηση αυτής της ποιότητας.

Τα στοιχεία είναι κατηγορηματικά. Κατ' αρχήν, σύμφωνα το CNN, ένα 15% των ψηφοφόρων δήλωσε στα περιβόητα πλέον EXIT POLLS ότι η απόφασή του να ψηφίσει οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην ύπαρξη ενός τρίτου υποψηφίου, του Ρος Περό. Το αποτέλεσμα ήρθε να επικυρώσει τη δήλωση: Ο Ρος Περό συγκέντρωσε το 19,03% των ψήφων (19.200.000 ψήφους). Στις πιο πολλές πολιτείες, κυρίως τις δυτικές, ξεπέρασε το 20% και, σε όχι λίγες, το 25%. Σε μία πολιτεία, τη Γιούτα, κατέλαβε τη 2η θέση, εκτοπίζοντας στην τρίτη τον Μπ. Κλίντον. Δεν μπορεί να υπάρχει σοβαρή αμφιβολία ότι, το 1992, ο τρίτος υποψήφιος πήρε, από στατιστική άποψη, τις ψήφους όλων όσοι αύξησαν τη συμμετοχή, κυρίως μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων.

O ίδιος αυτός υποψήφιος συμμετείχε και στις εκλογές της 5ης Νοέμβρη. Ωστόσο, για λόγους που μένουν ακόμη να φωτιστούν, δεν προκάλεσε το ίδιο ενδιαφέρον. Συγκέντρωσε μόνο 7.980.000 ψήφους, δηλ. το 8,57%.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το άθροισμα της αύξησης της αποχής και της αύξησης των ψήφων του Μπ. Κλίντον από το 1992 (8.000.000 + 2.200.000) δίνει άθροισμα 10.200.000, αριθμό πολύ κοντινό στον αριθμό των ψήφων που έχασε ο Ρος Περό (11.200.000) σε σύγκριση με το 1992.

Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι η επικράτηση ή η επανεπικράτηση του στεγανού και παραδοσιακού δικομματισμού ήταν ένας βασικός λόγος της μείωσης της συμμετοχής, δηλ. της επιστροφής στην παραδοσιακή πλήρως παθητική αποδοχή της κατάστασης πραγμάτων.

Αλλωστε, έχουμε και ένα ενδεικτικό παράδειγμα σε μια άλλη χώρα. Οι πρόσφατες εκλογές της Ν. Ζηλανδίας ήταν οι πρώτες στην ιστορία της χώρας που έγιναν με το σύστημα της απλής αναλογικής, μια αλλαγή που στρεφόταν ευθέως ενάντια στο καθιερωμένο δικομματικό μονοπώλιο. Η συμμετοχή ξεπέρασε το 90%, έναντι περίπου 70% κατά μέσο όρο στο παρελθόν.

Θανάσης ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ