Τρίτη 14 Φλεβάρη 1995
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οι καταθέσεις

Λέγεται και πολύ σωστά ότι "τα λεφτά πάνε στα λεφτά". Μια σαφή επιβεβαίωση αυτής της αλήθειας αποτελούν και τα χτεσινά επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που δείχνουν την εξέλιξη των καταθέσεων στις τράπεζες. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία αυτά, στο εντεκάμηνο Γενάρης - Νοέμβρης 1994, οι κάθε είδους καταθέσεις ιδιωτών στις τράπεζες αυξήθηκαν σε πραγματικές τιμές κατά 2% ή κατά 215 δισ. δραχμές.

Από μια πρώτη ματιά, λοιπόν, η οικονομία πάει καλά, άρα και οι Ελληνες, αφού οι καταθέσεις παρουσιάζουν αύξηση όχι μόνο σε τρέχουσες, αλλά και σε πραγματικές τιμές. Αύξηση, όμως, δε σημείωσαν ΟΛΕΣ οι καταθέσεις. Αυξήθηκαν μόνο οι καταθέσεις "προθεσμίας" και οι καταθέσεις "όψεως", ενώ αντίθετα οι καταθέσεις ταμιευτηρίου μειώθηκαν, περίπου κατά 760 δισ. δραχμές.

Τι σημαίνει, όμως, η αύξηση των καταθέσεων προθεσμίας και όψεως από τη μια και η μείωση των καταθέσεων ταμιευτηρίου από την άλλη;

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, πρέπει να πούμε από την αρχή ότι καταθέσεις προθεσμίας και όψεως έχουν - κατά κανόνα - οι κάθε είδους επιχειρηματίες (μικροί και μεγάλοι), καθώς και οι μεγαλοεισοδηματίες. Η αύξηση δε των καταθέσεων όψεως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το 1994 δόθηκαν μεγαλύτερα επιτόκια από το 1993. Εκεί, όμως, που σημειώθηκε η μεγάλη αύξηση (53% ή περίπου 808 δισ. δραχμές) ήταν στις καταθέσεις προθεσμίας. Αύξηση, που οφείλεται κυρίως στα ιδιαίτερα μεγάλα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες για μεγάλα ποσά που αποταμιεύονται σε προθεσμιακούς λογαριασμούς. Φτάνει μόνο να θυμίσουμε τα ΥΠΕΡεπιτόκια που πρόσφεραν κρατικές και ιδιωτικές τράπεζες, τις ημέρες της κερδοσκοπικής επίθεσης σε βάρος της δραχμής, για καταθέσεις προθεσμίας ενός ή και παραπάνω μηνών. Και φυσικά, έσπευσαν να αξιοποιήσουν τα ελκυστικά επιτόκια οι μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεισοδηματίες, που και άφθονο χρήμα διαθέτουν και τη δυνατότητα έχουν να δεσμεύσουν τα μεγάλα αυτά ποσά, προσδοκώντας βέβαια το αντάλλαγμα των υπερεπιτοκίων.

Ολοφάνερα και τα γενικότερα συμπεράσματα από αυτές τις εξελίξεις. Σε περίοδο σκληρής μονόπλευρης λιτότητας, οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν και μεγαλώνουν το ήδη μεγάλο "κομπόδεμα" που έχουν στις τράπεζες. Η εισοδηματική, η φορολογική και η γενικότερη πολιτική μονόπλευρης λιτότητας αποτελεί το καλύτερο λίπασμα για την αύξηση των κερδών τους. Και αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι μεγαλοεπιχειρηματίες, αντί να ρισκάρουν και να επενδύσουν τα κέρδη για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεών τους, προτιμούν να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, "επενδύοντάς" τα σε προθεσμιακές καταθέσεις με υψηλότοκα επιτόκια. Από όσα προαναφέρθηκαν, είναι φανερό ότι τα "λεφτά πάνε στα λεφτά".

Οι μεγάλοι χαμένοι της συγκεκριμένης πολιτικής είναι οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία νοικοκυριά των αγροτών, των επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων. Ολοι αυτοί όχι απλά δεν έχουν περίσσευμα χρημάτων για να τα καταθέσουν στην τράπεζα, στο λογαριασμό ταμιευτηρίου που είχαν ανοίξει σε καλύτερους καιρούς, αλλά αντίθετα κάνουν αναλήψεις από τις τράπεζες, προκειμένου να αντισταθμίσουν τη λεηλασία που επιβλήθηκε με τη γαλαζοπράσινη πολιτική λιτότητας στην αγοραστική τους δύναμη. Η δραματική μείωση των καταθέσεων ταμιευτηρίου, κατά 760 περίπου δισ. δραχμές, αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τους κερδισμένους και χαμένους της πολιτικής απελευθέρωσης των επιτοκίων και γενικότερα της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ