Κυριακή 19 Φλεβάρη 1995
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στροφή καθ' υπαγόρευση

Πίσω από τη σκόνη που σηκώνουν οι "αντιδράσεις" της ελληνικής κυβέρνησης για τη συμφωνία της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την Κοινότητα, εύκολα είναι δυνατό να παρατηρήσει κανείς την ουσία, που αφορά στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Πίσω από τη σκόνη, λοιπόν, των ελληνικών αντιδράσεων πραγματοποιείται, όχι και με τόση ευκολία, η στροφή της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο θόρυβος των τελευταίων ημερών δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια απόκρυψης της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που πραγματοποιείται κατ' εντολή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών.

Με τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις των τελευταίων ημερών, η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να καλύψει μια ειλημμένη απόφασή της: Η άρση του ελληνικού βέτο για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Κοινότητα αποτελεί το πρώτο βήμα μιας σειράς ενεργειών που καταλήγουν, σύμφωνα με τις επιταγές της Ουάσιγκτον, σε έναν εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικό διάλογο, που θα ρυθμίσει τις διαφορές των δύο χωρών και θα αποκαταστήσει την εύρυθμη λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Αν θυμηθεί κανείς την αποχαιρετιστήρια ομιλία του "αρχιτέκτονα" της ΕΕ Ζακ Ντελόρ, ο οποίος υπογράμμισε ότι αποτελεί πολιτικό αμοραλισμό η υπόσχεση ότι είναι δυνατή η διεύρυνση της Κοινότητας νωρίτερα από το 2000, αντιλαμβάνεται τον καιροσκοπισμό της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία υποτίθεται ότι επιχειρεί να εξασφαλίσει δεσμευτική και ικανοποιητική ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Η προσπάθεια που εμφανίζεται να καταβάλει η ελληνική διπλωματία, προκειμένου να αλλάξει η διατύπωση της Συμφωνίας των Βρυξελλών σχετικά με την ημερομηνία της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κύπρου, είναι άνευ περιεχομένου, αφού η διαπραγμάτευση θα εξαρτηθεί από τα Συμπεράσματα της Διακυβερνητικής του 1996, όπως σαφώς ορίζει η συμφωνία των Βρυξελλών και δεν αμφισβητεί η ελληνική κυβέρνηση. Εκεί λοιπόν, στη Διάσκεψη του '96, όπου θα κατασκευαστεί το νέο πρόσωπο της ΕΕ, θα ληφθούν μεταξύ των άλλων κρίσιμων αποφάσεων και οι αποφάσεις για τη διεύρυνση. Το γεγονός αυτό γνωρίζουν, ασφαλώς, τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι εταίροι, οι οποίοι δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα να "διευκολύνουν" την Αθήνα, ικανοποιώντας τελικά το αίτημα για την αλλαγή της διατύπωσης που αφορά στην έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου. Τι κοστίζει, άλλωστε, αν το "οι διαπραγματεύσεις μπορούν να αρχίσουν στο πρώτο εξάμηνο μετά τη διακυβερνητική", αντικατασταθεί με το "οι διαπραγματεύσεις θα αρχίσουν... ", αφού και στη μια και στην άλλη περίπτωση το πότε θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις θα εξαρτηθεί από τα αποτελέσματα της Διακυβερνητικής του 1996, όπου οι ισχυρές χώρες της ΕΕ θα θεσμοθετήσουν την κυριαρχία τους.

Το αίτημα της Αθήνας, λοιπόν, αποκτά νόημα, μόνο στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι, το οποίο εξελίχθηκε για την εξεύρεση του "κατάλληλου" υποψήφιου Προέδρου της Δημοκρατίας. Η ανέξοδη ικανοποίηση αυτού του αιτήματος από τους Ευρωπαίους εταίρους θα έρθει για να χρυσώσει το χάπι, στο εσωτερικό επίσης, για την εγκατάλειψη μιας πολιτικής 20 και πλέον χρόνων για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Αλήθεια, πόσο εύκολα και γρήγορα παραμερίστηκαν τους τελευταίους μήνες πάγιες ελληνικές θέσεις, με τις οποίες η Ελλάδα, προκείμενου να συναινέσει στην αναβάθμιση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων, απαιτούσε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο, αλλαγή της τουρκικής στάσης απέναντι στο Κυπριακό, αλλαγή της στάσης της Αγκυρας απέναντι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Τι, τέλος πάντων, άλλαξε και από όλα τα αιτήματα της ελληνικής διπλωματίας απέμεινε μόνο ένα, η ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος;

Την απάντηση αυτή θα πρέπει, ασφαλώς, να την αναζητήσει κανείς στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον, η οποία απαιτεί διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών και στην αδηφαγία των Ευρωπαίων μεγαλοκαρχαριών, οι οποίοι είναι έτοιμοι να "εκστρατεύσουν" και να λεηλατήσουν την τουρκική αγορά και οικονομία.

Είναι προφανές ότι μπροστά σε τέτοιου είδους και μεγέθους συμφέροντα, μια κυβέρνηση - όπως η σημερινή - δεν είναι σε θέση, και αν ακόμη το ήθελε, να αντισταθεί.

Η διευθέτηση, όμως, των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, κάτω από τους όρους που προωθείται και για τις ανάγκες που καλείται να εξυπηρετήσει, δεν προμηνύει τίποτε θετικό και ευχάριστο, όχι μόνο για τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά ούτε για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή, καθώς τέτοιου είδους "μοιρασιές" σπανίως γίνονται με ομαλό τρόπο.

Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ