Αλλαζε και κάτι στη ζωή των ανθρώπων. Κάθε σπίτι έπρεπε "να ματώσει". Δηλαδή ο νοικοκύρης έπρεπε να σφάξει - συνήθως έσφαζαν το γουρούνι - και να φάει για να "κάνει κι ο φτωχός αποκριά". Υπήρχε μια τελετουργία και μια ευλάβεια που εναλλασσόταν με τη σάτιρα και το γλέντι.
Μαζί με την Αποκριά έρχεται και ο Καρνάβαλος. Είναι η κωμική θεότητα και ο βασιλιάς της ευθυμίας. Η είσοδός του ήταν μια μεγαλοπρεπής γιορτή. Το εγκυκλοπαιδικό λεξικό του "Ελευθερουδάκη" μας πληροφορεί ότι "κατά τα έτη 1900 - 1910 η εορτή αύτη διεξήγετο και εν Αθήναις".
Σε αρκετά καλά επίπεδα ήταν και η οργάνωσή του. Ομως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των υπαλλήλων του δήμου, η ελληνική νοοτροπία θριάμβευσε και έβαλε τη σφραγίδα. Πολλοί ήταν εκείνοι που πέρασαν το προστατευτικό σκοινί και δημιούργησαν το αδιαχώρητο στο δρόμο της παρέλασης. Υπήρξαν στιγμές που στο δρόμο είχαν δημιουργηθεί τρεις διάδρομοι. Ενας απ' όπου περνούσαν οι μεταμφιεσμένοι και οι άλλοι δυο μεταξύ του πεζοδρομίου και των θεατών. Μάλιστα ένας είχε ανοίξει και το ραδιόφωνο και παρακολουθούσε ποδόσφαιρο. Ενας άλλος ήθελε να φωτογραφηθεί εν μέσω ενός γκρουπ και ευτυχώς που ένας χορευτής τον πήρε σβάρνα.
Οχι ότι λειτούργησαν πουριτανικά αντανακλαστικά. Αλλά πώς να το κάνουμε, ο Καρνάβαλος στην Ελλάδα θέλει Ρωμαίικη στόφα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο σημείο που βρισκόταν ο γράφων χειροκροτήθηκαν ή σχολιάστηκαν τα άρματα με τα "Σάλωνα που έσφαζαν αρνιά", τα λουκέτα στα μαγαζιά και το τελευταίο άρμα που σατίριζε την κυβέρνηση.
Γιώργος ΓΩΓΟΣ