Κυριακή 6 Σεπτέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ
Η οικονομική κρίση είναι παρούσα

Πίσω από την ευφορία των κυβερνώντων για την πορεία της οικονομίας υποβόσκει πάντα η κρίση, την οποία προσπαθούν να την καμουφλάρουν μέσα από στατιστικές αλχημείες και την αναγωγή του τζόγου στις χρηματαγορές σε... παραγόμενο προϊόν της κοινωνίας

Είναι γνωστό ότι όλα τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες, η άρχουσα τάξη και οι διάφορες κυβερνήσεις αρνούνται πεισματικά να μιλήσουν για την πραγματική οικονομία της χώρας. Λέξεις όπως "κρίση" και "στασιμότητα", που ήταν μέρος της καθημερινής αξιολόγησης της οικονομίας στο παρελθόν, έχουν απαλειφθεί από το λεξιλόγιο όλων εκείνων που εμφανίζονται ως σωτήρες και καλούν τα λαϊκά στρώματα να υποταχθούν στις επιλογές τους. Είναι όμως τα πράγματα έτσι; Υπάρχει βάση για την όποια ευφορία, η οποία μπορεί να διακόπτεται μόνο όταν υπάρχει αναταραχή στις χρηματαγορές; Τι ρόλο παίζει το χρηματιστήριο για το κεφάλαιο και τι σχέση έχει με την οικονομία;

Αν προσεγγίσουμε την οικονομία από τη σκοπιά της κατάστασης που βιώνουν οι καπιταλιστές στο σύνολό τους, τότε τα πράγματα είναι καλύτερα, από αυτά που μας παρουσιάζουν. Τα επίσημα καθαρά κέρδη της βιομηχανίας - όπως απεικονίζονται στην έκδοση του ΣΕΒ "Η ελληνική οικονομία το 1997" - αυξάνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς όλη την τελευταία δεκαετία. Ανεξάρτητα από την τάση που υπάρχει να μην εμφανίζεται το σύνολο των πραγματικών κερδών, τα σχετικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Από το 1988 και ανά τριετία τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν από 106,5 δισ. δρχ. την πρώτη τριετία, σε 341,8 δισ. τη δεύτερη και σε 994,8 δισ. δρχ. την τριετία 1994 - '96!Οπως και να αποπληθωρίσει κανείς αυτούς τους αριθμούς, είναι φανερό πως έχουμε να κάνουμε με αστρονομικά μεγέθη.

Πάντα παρούσα

Καλά οι βιομήχανοι. Η βιομηχανία; Τα επίσημα στοιχεία, που δεν αμφισβητούνται από κανέναν, είναι επίσης αποκαλυπτικά. Μόνο ο σχετικός πίνακας, που αναφέρεται στα ετήσια ποσοστά μεταβολής των επίσημων κερδών των βιομηχάνων και της βιομηχανικής παραγωγής, μιλάνε από μόνα τους (πίνακας 1). Από τις αρχές της δεκαετίας μέχρι και το 1996 (χρονιά που υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τα κέρδη) η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε αύξηση 3,09%, ενώ τα κέρδη των βιομηχάνων 664,6%! Ομως δεν είναι μόνο αυτό. Αν εξετάσουμε τη βιομηχανική παραγωγή της χώρας με βάση τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, θα δούμε ότι ακόμα και σήμερα το επίπεδο παραγωγής στους 12 από τους 20 κλάδους της βιομηχανίας είναι χαμηλότερο από τα επίπεδα του 1980!Αυτό φαίνεται αν δει κανείς την εξέλιξη της παραγωγής στη μεταποίηση, αλλά και στη βιομηχανία συνολικά (συμπεριλαμβάνεται ακόμα η παραγωγή των μεταλλείων και των ορυχείων), όπως παρουσιάζεται στην ανάλυση των Εθνικών Λογαριασμών, όπου απεικονίζεται η εξέλιξη των διαφόρων τομέων του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές.

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει με σαφήνεια, ότι η κατάσταση, για τη βάση της οικονομίας της χώρας, είναι ακόμα χειρότερη, αφού από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και μετά υπάρχει μια συνεχής μείωση του ποσοστού συμμετοχής της βιομηχανίας στη συγκρότηση του ΑΕΠ συνολικά, με αντίστοιχη αύξηση του τομέα των υπηρεσιών (πίνακας 2).

Αν θεωρήσουμε ότι οι δείκτες της βιομηχανικής παραγωγής από μόνοι τους αποτελούν ένα από τα βασικά στοιχεία για να βγουν συμπεράσματα για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μία οικονομία, τότε είναι φανερό πως δεν μπορεί να γίνει στα σοβαρά λόγος για διαδικασίες ανάπτυξης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι εμφανής μια παρατεταμένη στασιμότητα,ενώ με βάση άλλους (οικονομικούς και κοινωνικούς) δείκτες, η οικονομική κρίση είναι όλο αυτό το διάστημα παρούσα:

  • Μεγάλες παραγωγικές μονάδες κλείνουν η μία μετά την άλλη.
  • Οι απολύσεις εργατοϋπαλλήλων προσλαμβάνουν όλο και πιο μαζικό χαρακτήρα (μόνο τον Ιούλη, με βάση τα επίσημα στοιχεία, κάθε εργάσιμη μέρα απολύονταν 1.555 εργαζόμενοι).
  • Το πρόβλημα της ανεργίας εντείνεται ακόμα περισσότερο (ακόμα και τα χαλκευμένα κυβερνητικά στοιχεία δείχνουν τη συνεχώς αυξανόμενη πορεία της).
  • Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων,όσο και να θέλει να αποκρυβεί, φαίνεται ανάγλυφα στα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας για τον τζίρο στα καταστήματα της χώρας, όπου επί εφτά συνεχή χρόνια υπήρχε μείωση, ενώ μόνο εδώ και λίγους μήνες σημειώνεται κάποια αναθέρμανση.
  • Οι μισθοί και οι συντάξεις,όπως και ο τελευταίος εργαζόμενος γνωρίζει, περικόπτονται κάθε χρονιά, με αποτέλεσμα από το 1985 - όταν επιβλήθηκε το πρώτο "σταθεροποιητικό πρόγραμμα" - μέχρι σήμερα οι αποδοχές των εργαζομένων να έχουν υποστεί κυριολεκτική καθίζηση.
  • Η ρευστότητα της αγοράς είναι σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που αποτυπώνεται σε όλους τους επιμέρους δείκτες: Πτωχεύσεις και απλήρωτα γραμμάτια (στο φετινό εξάμηνο ήταν πάνω από 200 δισ. δρχ. έναντι 150 πέρσι), αύξηση των καταναλωτικών δανείων, που υπολογίζονται σε αρκετές εκατοντάδες δισεκατομμύρια δραχμές, τρομακτική επέκταση των πιστωτικών καρτών, συνεχώς αυξανόμενη δανειοδότηση των επιχειρήσεων από τις τράπεζες.
Οι "υπηρεσίες"

Αφού όλα αυτά τα αυταπόδεικτα είναι στοιχεία που καθορίζουν την εικόνα της οικονομίας, γιατί οι κυβερνώντες δεν ομολογούν την ύπαρξη της κρίσης;Πρώτα και κύρια, επειδή αυτό θα έδειχνε και στον τελευταίο πολίτη ότι οι περιβόητοι "εκσυγχρονισμοί" και οι... "πολιτικές δράσεις" που αναλαμβάνουν, εξαγγέλλουν και υλοποιούν, οδηγούν πάντα στο ίδιο αδιέξοδο της κρίσης. Δεύτερον, επειδή, για να επιβληθεί η πολιτική λιτότητας στο διηνεκές, είναι υποχρεωμένοι να παριστάνουν πως η πολιτική τους φέρνει αποτελέσματα. Τρίτον- όχι βέβαια σε σημασία - επειδή αν ομολογούνταν η ύπαρξη της κρίσης σε μια περίοδο (από τις αρχές της δεκαετίας), που υποτίθεται πως η χώρα πασχίζει για την "οικονομική σύγκλιση" και την ΟΝΕ, τότε θα αποκαλυπτόταν πως αυτή ακριβώς η πορεία όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει, αλλά γεννά πιο βαθιές και πιο παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις. Αν αυτά αποτελούν - σε πολύ αδρές και πολύ γενικές γραμμές - τους πολιτικούς λόγους αποσιώπησης των οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία, στον οικονομικό τομέα οι κυβερνώντες έχουν ανακαλύψει τον καλύτερο τρόπο για να καμουφλάρουν την κρίση.

Ο τομέας των υπηρεσιών,γενικά, και ειδικότερα η συνεχώς αυξητική τάση του κλάδου των τραπεζασφαλιστικών και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, διευκολύνει τη διακίνηση - απασχόληση τεράστιων όγκων κεφαλαίων, που αφού συγκεντρώθηκαν - συσσωρεύτηκαν με τη μορφή των κερδών στο χώρο της παραγωγής, μέσα από την όλο και πιο στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων, άλλαξαν... προσανατολισμό. Ο προσανατολισμός μάλιστα δεν είναι τυχαίος. Ενδεικτικό ότι και οι υπηρεσίες καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στο ΑΕΠ (πίνακας 2), αλλά και ο τομέας των τραπεζών - ασφαλειών καταλαμβάνει προοδευτικά μεγαλύτερο μερίδιο στον τομέα των υπηρεσιών (πίνακας 3). Οπως πριν από δεκαετίες οι καπιταλιστές μετέφεραν τα κεφάλαιά τους από τον ένα βιομηχανικό κλάδο στον άλλο, προκειμένου να εξασφαλίζουν προοδευτικά αυξανόμενα κέρδη (γίνεται και τώρα με εντεινόμενους ρυθμούς), τα τελευταία χρόνια η μεταφορά κεφαλαίων στο χώρο των χρηματαγορών έχει προσλάβει απίστευτες διαστάσεις. Τα κεφάλαια μετατρέπονται όλο και μαζικότερα σε "χαρτιά" και "παίζονται" στις χρηματαγορές,όποια μορφή κι αν αυτές έχουν κάθε φορά. Ηταν κι αυτό ένα από τα "γιατροσόφια" της στιγμής που αναζήτησε το κεφάλαιο για την αντιμετώπιση των συχνών οικονομικών κρίσεων και την αδιάλειπτη κερδοφορία του.

Τεχνητή εκτόνωση

Σε περίπτωση που τα κεφάλαια αυτά παρέμεναν στη βιομηχανία, η οποία κυριαρχείται από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό και τη σχετική αλλά συνεχή υποχώρηση της παραγωγής, θα οδηγούμασταν σε πολύ μεγάλη συντόμευση (σμίκρυνση) του οικονομικού κύκλου, με αποτέλεσμα η οικονομική κρίση όχι μόνο να μην ήταν δυνατόν να αποκρυβεί, αλλά να εμφανίζεται συχνότερα με όλο και πιο καταστροφική μορφή. Η προσπάθεια της τεχνητής εκτόνωσης των κρίσεων, μέσω της αναζήτησης εναλλακτικών μορφών δραστηριότητας του κεφαλαίου, ήταν πάντα ένα από τα εργαλεία "αυτορρύθμισης" των αντιθέσεων που γεννά ο καπιταλισμός.

Αν μία από αυτές τις μορφές ήταν αρχικά, ας πούμε, οι εξαγωγές εμπορευμάτων, που αργότερα έγιναν εξαγωγές κεφαλαίων με επενδύσεις στην παραγωγική σφαίρα άλλων χωρών, μια σύγχρονη μορφή τεχνητής εκτόνωσης αποτελεί η εντελώς κερδοσκοπική και ενίοτε απλά λογιστική κίνηση των κεφαλαίων, ανά τις χρηματαγορές του κόσμου. Προς αυτή την κατεύθυνση βοήθησε η απελευθέρωση (δηλαδή η νομιμοποίηση της ασυδοσίας) κάθε μορφής κίνησης των κεφαλαίων, η ύπαρξη οικονομιών που ευκολότερα μπορούν να λεηλατούνται από τις πολυεθνικές και η ραγδαία εισαγωγή της τεχνολογίας που οδήγησε στην "παγκόσμια μηχανοργάνωση" των χρηματαγορών.

Στη χώρα μας οι χρηματαγορές άρχισαν να αξιοποιούνται από το κεφάλαιο εδώ και αρκετές δεκαετίες, ήταν ένας χώρος όμως που αφορούσε μικρό αριθμό επιχειρηματιών και "επενδυτών". Η ανάγκη υποστήριξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, λόγω της μεγάλης οικονομικής καθυστέρησης, και η εύκολη εξασφάλιση κερδών από την ίδια την παραγωγική διαδικασία, είχε αφήσει σε κατάσταση "ύπνωσης" το χρηματιστήριο. Η εικόνα αυτή άλλαξε πριν από μια δεκαετία, ενώ τα τελευταία χρόνια ο "τζόγος" και στο ελληνικό χρηματιστήριο γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Στοιχεία της "νέας εποχής", που περνά ο ναός του καπιταλισμού, δεν είναι μόνο οι δεκάδες και μαζικές εισαγωγές νέων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο, ούτε τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δραχμές που έχουν αντλήσει (εν είδει δωρεάν χρηματοδότησης) οι μεγαλοεπιχειρηματίες όλη την τελευταία δεκαετία. Είναι επίσης η εμφάνιση μεγάλων χρηματοοικονομικών εταιριών (κύρια θυγατρικές τραπεζών), εταιριών αμοιβαίων κεφαλαίων (θυγατρικές ελληνικών και ξένων τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών κλπ.), άλλων "θεσμικών επενδυτών" και εταιριών διαχείρισης χαρτοφυλακίων, που μαζί με μια πλειάδα "μικροεπενδυτών" (αυτοί παίζουν σίγουρα ρόλο κομπάρσου) έχουν μαζέψει στα χέρια τους την πλειοψηφία των "χαρτιών" (των μετοχών) που κυκλοφορούν στην αγορά και διογκώνουν αυτό που με μια κουβέντα λέμε "χρηματιστηριακό τζόγο". Η πλέον συνηθισμένη έκφραση αυτού του τζόγου είναι και οι έντονες διακυμάνσεις που παρουσιάζει τόσο ο τζίρος της χρηματιστηριακής αγοράς, όσο και οι αυξομειώσεις των τιμών στις διάφορες μετοχές. Λόγος γίνεται για ένα αλισβερίσι δεκάδων τρισεκατομμυρίων δραχμών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων στην πραγματικότητα βρίσκεται εκτός παραγωγικής διαδικασίας, κεφάλαια τα οποία σε ένα διαφορετικό σύστημα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας.

Ιδού ένα ενδιαφέρον στοιχείο: Στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ο τζίρος των μετοχών, που άλλαξαν χέρια από τις αρχές του χρόνου μέχρι τώρα, αγγίζει τα 8 τρισεκατομμύρια δραχμές!Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το σύνολο της μεταποιητικής παραγωγής της χώρας ολόκληρη τη δεκαετία του '80, ή το μισό ΑΕΠ της χώρας το 1995, ή το σύνολο των προσδοκώμενων φετινών κρατικών εσόδων. Ωστόσο, αν και είναι φανερό ότι τα ποσά αυτά σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν οποιαδήποτε αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, μέρος τους, μέσω των στατιστικών υπολογισμών, θα υπολογιστεί στη μεγέθυνσή του.

Οι συσχετισμοί

Το πόσο οι εξελίξεις και οι τάσεις στις χρηματαγορές του κόσμου, συνολικά, υποδηλώνουν τάσεις και εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, όπου είναι δεδομένο πως τα στοιχεία της κρίσης δεν απουσιάζουν όλα τα τελευταία χρόνια, αποτελεί ένα μεγάλο και προς συνεχή διερεύνηση ζήτημα, αφού σε συγκεκριμένο βαθμό οι χρηματαγορές αυτές "αυτονομούνται" από την ίδια την οικονομία. Οι τάσεις πάντως και οι εξελίξεις στην ελληνική χρηματαγορά, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι φανερό πως δεν μπορεί να αποτελούν κριτήριο αντιστοίχισης για την πορεία της οικονομίας. Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικό ότι η αύξηση του 104% που παρουσίασε ο Γενικός Δείκτης Τιμών στην οδό Σοφοκλέους από το Φλεβάρη μέχρι τα τέλη Ιούλη, σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει ανάλογη πορεία είτε της ελληνικής οικονομίας, είτε των εταιριών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Από αυτή την άποψη, ούτε το 25% που έχασε από τότε μέχρι σήμερα ο δείκτης αποτελεί κάποια καταστροφή.

Καταστροφή για την οικονομία και τους εργαζόμενους αποτελεί η παρουσίαση των διαδικασιών της ΟΝΕ σε "εθνική υπόθεση". Το βάφτισμα της πλήρους υποταγής και εξυπηρέτησης των πολυεθνικών σε "μονόδρομο". Η συστηματική πολιτική υπονόμευσης της παραγωγικής βάσης. Η καταδίκη σε παραγωγική αδράνεια και ερήμωση ολόκληρων περιοχών της χώρας. Η συνεχιζόμενη πολιτική ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και η εντεινόμενη λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων. Η ανεργία και τα αδιέξοδα που διαγράφονται για τη νέα γενιά. Η όλο και μεγαλύτερη εναπόθεση του μέγιστου ζητήματος της ανάπτυξης στις χρηματαγορές, δηλαδή στα σχέδια της χρηματιστικής ολιγαρχίας να αποσπούν, έναντι "αέρα", τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη από τους κάθε φορά αδύνατους κρίκους.

Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ