«Εκεί όμως που πλανάται συνέχεια το φάντασμα του αποτρόπαιου Αλή, είναι στα Γιάννενα. Εξ άλλου, η ιστορία αυτής της πόλης είναι ταυτισμένη για πολλά χρόνια μαζί του. Σαράντα χρόνια ήταν, άλλωστε, πασάς στα Γιάννενα. Εμεινε και η παροιμία από τότε. Ημασταν το απόγευμα στα Γιάννενα. Ανεβήκαμε στο Κάστρο, που είναι μπροστά στη λίμνη, είδαμε τον τάφο του Αλή με το ακέφαλο σώμα του, αφού το κεφάλι του εστάλη για πειστήριο απ' τον Χουρσίτ στο Σουλτάνο πεσκέσι.
Στον ίδιο τάφο όμως είναι θαμμένη και η Εμινέ. Η όμορφη και γλυκιά Εμινέ, η γυναίκα του Αλή, που του χάρισε τους δύο γιους του. Τον Μουχτάρ και τον Βελή. Η μόνη γυναίκα που αγάπησε πραγματικά ο Αλή Πασάς. Εχω στο μυαλό μου τη στιγμή του θανάτου της και σας τη μεταφέρω.
Ηταν η εποχή, που ο Αλής είχε τους πολέμους με τους ηρωικούς Σουλιώτες. Κάποια μέρα η Εμινέ του παραπονέθηκε λέγοντάς του να σταματήσει τον πόλεμο μαζί τους και να τους αφήσει ήσυχους στα απότομα βουνά τους. Δεν άντεχε άλλο, του είπε επίσης, ν' ακούει τα ουρλιαχτά των βασανιζομένων αιχμαλώτων του στα υπόγεια υγρά μπουντρούμια του κάστρου των Ιωαννίνων. Εξάλλου φοβόταν και για τη ζωή του κι αν εκείνος πάθαινε κάτι, τότε εκείνη τι θ' απογινόταν; Ηταν ο κύρης κι αφέντης της.
"Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη να τρων οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι Γύφτοι για να ξυπνάει η Τουρκιά να κάνει ραμαζάνι".
Το τελευταίο βράδυ μας στο Πάπιγκο, μετά το φαγητό, το ρίξαμε στις βόλτες. Ηταν η ώρα ήδη προχωρημένη. Στους δρόμους ψυχή. Ντόπιοι και ξένοι είχαν πια αποσυρθεί στα σπίτια ή τα καταλύματά τους. Τότε λοιπόν ήταν η δική μας ιερή ώρα. Να περπατάμε στα καλντερίμια, να συζητάμε χαμηλόφωνα, να σχολιάζουμε και να παρατηρούμε. Μέσα σ' εκείνη την ησυχία και τη γαλήνη του νυχτερινού περίπατου φτάσαμε και σ' ένα μικρό χωράφι πίσω από την εκκλησία, του Αϊ-Βλάσση, όπου υπήρχαν πολλές πυγολαμπίδες. Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Παντού πυγολαμπίδες, δεκάδες, εκατοντάδες, έφεγγε ο τόπος. Είναι τα μικρά αυτά σκαθαράκια, που εμφανίζονται κυρίως τη νύχτα και λέγονται και λαμπυρίθες ή κωλοφωτιές. Τα όργανα φωτισμού που βρίσκονται κοντά στην αρχή της κοιλιάς τους χρησιμοποιούνται για να εκπέμπουν ερωτικά σήματα. Αμίλητοι παρατηρούσαμε αυτό το θαύμα της φύσης. Είπαμε πια να γυρίσουμε στα δωμάτιά μας να ξεκουραστούμε αλλά καθ' οδόν νιώθαμε πάλι το τρομερό βουνό του Ζαγορίου να είναι τόσο κοντά μας, τόσο δίπλα μας, τόσο από πάνω μας, πολύ περισσότερο απ' ό,τι την ημέρα, σαν να ήθελε να μας σκεπάσει. Να μας πλακώσει σαν μια τεράστια φτερούγα με τον σκοτεινό όγκο του. Τι μικρός και ανίσχυρος είναι ο άνθρωπος μπροστά στη φύση! Γυρίσαμε πολύ αργά στο ξενοδοχείο και παρά την κούρασή μας αρχίσαμε ν' αναποδογυρίζουμε τα στρώματα και να τινάζουμε τα σεντόνια και τις κουβέρτες, ψάχνοντας για σκορπιούς ή φίδια... Κι έτσι όπως πέσαμε μας βρήκε το πρωί. Αγουροξυπνημένοι αλλά ιδιαίτερα κεφάτοι την επομένη και τελευταία μέρα, ξεκινήσαμε για τη Μολυβδοσκέπαστη. Είδαμε το μοναστήρι, πήραμε πληροφορίες από τον ηγούμενο και καταλήξαμε στο παρατηρητήριο του χωριού. Οι κάτοικοι της Μολυβδοσκέπαστης ελάχιστοι αλλά η θέα της προς Αλβανία και Ελλάδα, έξοχη. Είναι ο ποταμός Αώος που έρχεται από την Αλβανία για να συναντήσει κάθετα τον Σαραντάπορο. Είναι τα κτίρια των μεθοριακών σταθμών στη Μέρτζανη. Το Ελληνικό και το Αλβανικό. Ξεραΐλα πάντως η Αλβανία στην ενδοχώρα της, μέχρι εκεί τουλάχιστον που έφτανε το δικό μας μάτι, με ελάχιστα μικρά αχαμνά δεντράκια και όλη την ευρύτερη περιοχή διάσπαρτη με εγκαταλειμμένα πολυβολεία. Ούτε φράχτες, ούτε σύρματα, ούτε τίποτα, αφού στα πενήντα - εκατό μέτρα από εκεί που βρισκόμασταν άρχιζε η Αλβανία.
Είχε μεσημεριάσει και κάτι έπρεπε να φάμε. Κατηφορίσαμε προς το Μπουραζάνι. Το γεύμα ήταν ελαφρύ. Είχαμε μπροστά μας το ταξίδι του γυρισμού. Και τα χιλιόμετρα μέχρι την Αθήνα αρκετά. Πριν όμως ξεκινήσουμε για το ταξίδι της επιστροφής έπρεπε να δούμε και το Καλπάκι. Γιατί στο Καλπάκι και τα γύρω υψώματα έγιναν το 1940 οι σφοδρότατες εκείνες μάχες με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Κυρίως από τις 29 Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου. Εκεί ήταν η κύρια γραμμή αντίστασης και άμυνας των ελληνικών δυνάμεων.
Επισκεφτήκαμε το Πολεμικό Μουσείο του Καλπακίου. Ενας ευγενικός Γιαννιώτης φαντάρος μάς έκανε την ξενάγηση. Στην αρχή προφορικά και ακολούθως με οπτικό υλικό στο βίντεο. Εκεί λοιπόν μάθαμε και για το ύψωμα Γκραμπάλα. Τρεις φορές - λέει - το κατέλαβαν οι Ιταλοί και άλλες τρεις φορές το ανακατέλαβαν οι δικοί μας. Επεσαν κορμιά τότε στην Γκραμπάλα, όπως και σε όλα τα γύρω στρατηγικής σημασίας υψώματα του Καλπακίου, μέχρι να πάρουμε τους Ιταλούς φαλάγγι. Πάντως όταν τέλειωσε το βίντεο ριγήσαμε απ' τη συγκίνηση. Εκείνη η φωνή κι εκείνα τα τραγούδια του '40 της Βέμπο κι εκείνος ο ηρωικός αγώνας του ελληνικού λαού για την προάσπιση της πατρίδας από τη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι, δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ.
Μέσα σε πατριωτικό ενθουσιασμό αποφασίσαμε να επισκεφθούμε κι αυτό το ύψωμα. Την Γκραμπάλα. Βρισκόταν και πολύ κοντά μας. Πέντε - δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο. Αυτή ήταν και η τελευταία παρένθεση της εκδρομής. Ηταν ήδη απόγευμα κι έπρεπε να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Και άρχισε. Με δύο στάσεις για καφέδες και τα σχετικά. Η πρώτη στάση στην Παναγιά Πρεβέζης σ' ένα απλό καφενεδάκι πάνω στο δρόμο. Για τέσσερα καφεδάκια μεραγκλαντάν και καϊμακλίδικα πληρώσαμε δύο ευρώ και ογδόντα λεπτά. Η δεύτερη στάση στα Μακντόναλντς του Κιάτου πάνω στην Εθνική, όπου συναντήσαμε και την υπόλοιπη παρέα. Εκεί ο καπουτσίνο είχε τρία ευρώ ο ένας. Αυτό είναι και το λεγόμενο κοινωνικό χάσμα του καφέ. (Μόνο του καφέ;) Που ξεκινάει από εβδομήντα λεπτά στην Παναγιά Πρεβέζης και μπορεί να φτάσει τα οκτώ με δέκα ευρώ στην παραλιακή!
Τελικά, σ' αυτή τη χώρα δεν έχεις παρά να διαλέξεις. Αμα όμως έχεις!
Νύχτα φτάσαμε στο κλεινόν άστυ για να ξαναμπούμε στο μαγκανοπήγαδο».