Τα βιογραφικά των αγωνιστριών που τιμήθηκαν στην εκδήλωση της Λιβαδειάς
Ο πόλεμος και η κατοχή τη βρήκαν σε νεαρή ηλικία. Με πρόταση του Γιώργου Κοντογιάννη έγινε Αετόπουλο. Με άλλα παιδιά της ηλικίας της φύλαγαν τσίλιες, ιδιαίτερα εκεί που γίνονταν οι συνεδριάσεις στο Λυκοχώρι, στο σπίτι του Κρίων. Κατέθεταν στεφάνια για τους εκτελεσμένους όπως στον Καρακολίθια ή σ' άλλες μάχες. Ντυνόταν γύφτισσα που πήγαινε φαΐ στους παράνομους αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Το 1958 παντρεύτηκε τον Λουκά Γιαμά, δραστήριο ΕΑΜίτη που έκανε 15 χρόνια φυλακές κι εξορία στη Μακρόνησο, στα Γιούρα, στον Αη-Στράτη, στου Αβέρωφ. Οταν αυτός εξορίστηκε πάλι το 1967 απ' τη Χούντα στάθηκε ακλόνητη στο πλευρό του, μεγαλώνοντας τα δυο παιδιά τους.
Γεννημένη στη Λιβαδειά, ήταν εργάτρια γης. Το 1940 με μωρό παιδί έπλεκε τη φανέλα του στρατιώτη, γάντια, κάλτσες. Ο σύζυγός της Τάσος, πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο. Πρόσφερε βοήθεια και στήριξη στους παράνομους αντάρτες (Λαδά, Γιάννη Γαζή, Κυπραίο, Γαλανό, Γιάννη Φασόπουλο). Στο σπίτι της φιλοξενούσε τον πολύγραφο του ΚΚΕ, όταν τύπωναν και διακινούσαν προκηρύξεις κ.ά. Το 1943 ήταν σύνδεσμος της Οργάνωσης μέσα στη Λιβαδειά, όπου με μικροσκοπικά χαρτάκια επικοινωνούσε με τις συνοικίες. Στη γειτονιά ήταν τρία καταφύγια στη σειρά: του Τάσου Κοντογιάννη, του Σπύρου Τσώκου και της Σωτηρίας Κοκοβίνου. Το 1947 εξορίστηκε στο Χλεμποτσάρι, χωριό της Θήβας, όπου έμεινε 3 μήνες με τις Γιαμά Σταθού, Σκαλτσά Μερίκα, Σωτηροπούλου Κατίνα, Πανταζή Παναγιωτίτσα. Εκεί δούλευαν στα χωράφια. Επειτα τη μετέφεραν στη Χίο, στο Τρίκερι και μετά 1,5 χρόνο στη Μακρόνησο. Οταν την έφεραν να δει τα παιδιά της δεν μπόρεσε, γιατί αυτά κοιμόντουσαν και την άφησαν μόνο 8 ώρες! Στο Τρίκερι έμεναν 22 γυναίκες σε μεγάλες σκηνές και μάζευαν ή έκλεβαν ελιές. Οταν ερχόταν ο χωροφύλακας το σύνθημα ήταν «Ελα, Λίτσα, έλα να φάμε» για να φυλαχτούν οι γυναίκες. Το 1947 εξορίστηκε και ο σύζυγός της, Τάσος Κοντογιάννης σε Ικαρία, Αη - Στράτη, Μακρόνησο. Απολύθηκαν και οι δυο απ' τη Μακρόνησο το 1950. Τα δύσκολα χρόνια της εξορίας τα παιδιά τους ανέθρεψε η μητέρα της Καλλιόπη και η αδελφή της Κατίνα. Εκαναν την καρδιά τους πέτρα και για το μέλλον αυτών των παιδιών δε συμβιβάστηκαν, δεν υποχώρησαν.
Απολύθηκε το Φθινόπωρο του '50 προς '51. Θυμάται ότι το 1946 προς '47 από το 150 Τάγμα στο σπίτι του Πανουργιά σκοτώσανε την Αρκουμάνη με χειροβομβίδα και κατηγόρησαν τους Αγγελο Γαζή, Τάσο Κουτσοδήμο, Γ. Κοντογιάννη και Ν. Σπίτσα και τους πέρασαν στρατοδικείο. Δικάστηκαν και φυλακίστηκαν στη Γυάρο. Θυμάται επίσης ότι στο Δημοκρατικό Στρατό ήταν η Μαρία Κατσαπρώκου και η Μαρία Μπολτέτσου.
Οργανώθηκε στο ΕΑΜ με τ' αδέλφια της Μήτσο και Μόρφω. Η Μόρφω βγήκε αντάρτισσα στο βουνό και η Κατίνα μετέφερε πληροφορίες και υλικό από την πόλη στο βουνό, μαζί με τη Χαρίκλεια Δασοπούλου, Κατίνα Βασιληά, Ζώζα Στρομπούλα, Ευθαλία Τυροπούλου. Την προμήθευε με πληροφορίες ο Λουκάς Γιαμάς και Γιώργος Πρασούλας. Εζησε μπροστά στα μάτια τις δολοφονίες συντρόφων της και προδοσίες από γείτονές της. Μπόρεσε και διέφυγε τη σύλληψη πολλές φορές. Η αδελφή της Μόρφω επέζησε μετά από φυλακές και εξορίες.
Ηταν η μοναδική γυναίκα αντιπρόσωπος απ' τη Λιβαδειά στην Εθνοσυνέλευση που έγινε στο Καρπενήσι. Πήγε και γύρισε με τα πόδια. Το θάρρος της και ο πόθος για τη λευτεριά έφθαναν τις αντοχές της, πέρα κι απ' τα ανθρώπινα δεδομένα.
Οργανώθηκε στο ΕΑΜ απ' τον ξάδερφό της Γιάννη Παττή (Γαλανός). Εδρασε μέσα στην πόλη. Συνελήφθη και βασανίστηκε στην ασφάλεια Λιβαδειάς απ' τον Καραναστάση πολλές φορές. Εξορίστηκε στη Χίο με άλλες γυναίκες.
Κατοχή 1940. Ηταν 10 χρόνων και προερχόταν από αριστερή οικογένεια. Στον αγώνα τη μύησε ο Γιάννης Σκαβέλας. Από το ραφείο του Κονίτσα ξεκίνησε η οργάνωση του ΕΑΜ - ΚΚΕ με τους Μίμη Αγραφιώτη, Χαράλαμπο Παφύλα και Βαβουλιώτη. Η Κατίνα κρατούσε τσίλιες σαν παιδί, διακινούσε ταχυδρομείο ανάμεσα σε Γκαβέλα, Γαλανό, Αετόπουλο στην αρχή, μετά στην ΕΠΟΝ για το αντάρτικο. Στο σπίτι είχαν καταφύγιο και φιλοξενούσαν το Γραμματέα του Κόμματος Κανάκη Χρήστο και τον Γιώση Γιώργο (Μουστάκας). Υπήρχε πολύγραφος και διακινούσαν προκηρύξεις με τον Νίκο Σπίτσα. Εβλεπε τον Γιώργο Πρασούλα με εντολή του γραμματέα του Κόμματος, με πληροφορίες κρυμμένες πότε στα χόρτα, πότε στο ψωμί. Εγκαταστάθηκε η Περιφερειακή Οργάνωση του Κόμματος στο σπίτι της και η Κατίνα αναγκάστηκα με εντολή του Κόμματος για παραπλάνηση και έκανε παρέα με Δεξιές. Εφτιαξε μαζί με τη Χαρίκλεια Δασοπούλου το καταφύγιο στο σπίτι της, σκάβοντας δέκα μέρες. Δεν ανακαλύφθηκε ποτέ. Η Κατίνα έδρασε κυρίως στο δεύτερο Αντάρτικο. Από το σπίτι της ξεκίνησαν Λαδάς, Γαζής, Κυπραίος, Δασόπουλος, με άλογα για το βουνό. Γινόταν σύνδεσμος με τους αντάρτες και τραυματίστηκε από Μπουραντάδες σε συλλαλητήριο τη μέρα που σκοτώθηκε η Αρκουμάνη, η οποία έπεσε πάνω σε χειροβομβίδα για να γλιτώσει τους συντρόφους της. Επίσης όταν μετέφερε τρόφιμα στους αντάρτες στη Σούρπη, θυμάται ότι είχαν αιχμάλωτη τη γυναίκα του δικτάτορα Μεταξά στην ευθύνη του Γαζή, ο οποίος της φέρθηκε ανθρώπινα, το οποίο και δήλωσε και η ίδια όταν απολύθηκε. Η Κατίνα Οικονόμου προσφέρει μια σύνταξή της για ανέγερση Μνημείου Εθνικής Αντίστασης στη Λιβαδειά.
«Οταν κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 ήμουν μαθήτρια στο Γυμνάσιο. Με την εισβολή των κατακτητών είχα συμμετοχή στην Αντίσταση πριν γίνει η ΕΠΟΝ. Με τη δημιουργία της, τον Φεβρουάριο του 1943, έγινα μέλος της, παίρνοντας μέρος σε παράνομες συγκεντρώσεις, με καθοδήγηση των ενεργειών μας και ενημέρωση για την πορεία του απελευθερωτικού μας αγώνα. Πολλές φορές είχα διευκολύνει συναγωνιστές μας της παρανομίας να αποφύγουν τον κίνδυνο. Είπε: Στη μνήμη των ανθρώπων αυτών, που χάθηκαν στην περίοδο της Αντίστασης, εμείς που είχαμε την όποια συμμετοχή και ζήσαμε, θα πρέπει να σκεφτόμαστε πάντοτε αυτούς που χάθηκαν και δε δικαιώθηκαν και να μιλάμε μόνον γι' αυτούς. Εύχομαι οι γενιές που ακολουθούν να θυμούνται με ευγνωμοσύνη όλους αυτούς που συνέβαλαν στην απελευθέρωση της πατρίδας μας και ιδιαίτερα αυτούς που θυσιάστηκαν»
«Θα ήθελα αυτή τη στιγμή να βρίσκομαι μαζί σας, μα δυστυχώς είμαι κατάκοιτη και τελείως τυφλή. Μα, ωστόσο, έρχομαι μ' αυτό το σημείωμα ν' αγγίξω τις ψυχές σας και να σας πω λίγα λόγια απ' τη ζωή μου και τους αγώνες μου.
Μαθήτρια γυμνασίου οργανώνομαι στην ΕΠΟΝ και αμέσως παίρνω πρωταρχικό ρόλο, παίρνω το ψευδώνυμο "Αγγέλα", χρησιμοποιώ το σπίτι μου για άσυλο των κυνηγημένων αγωνιστών, εγκαθιστώ πολύγραφο για εκτύπωση προκηρύξεων, γίνομαι στόχος με πρώτο βήμα των Γερμανών να μ' αιφνιδιάσουν - κάνοντας έρευνα στο σπίτι - μη μπορώντας να βρουν κάτι συλλαμβάνουν τη μητέρα μου και μένει φυλακή μέχρι την απελευθέρωση. Ηταν η μόνη γυναίκα απ' τη Λειβαδιά που φυλακίστηκε! Οσο οι Γερμανοί με είχαν στο στόχαστρο, τόσο εγώ αγωνιζόμουν, κυνηγημένη - πολλές φορές σχεδόν στα χέρια τους να ξεφεύγω - και να συνεχίζω να καθοδηγώ τη νεολαία και να εμψυχώνω τους πατριώτες.
Περιστατικά πάρα πολλά, θ' αναφερθώ σε ένα: Είμαι στο σπίτι μου, με επισημαίνουν. Μα η αδελφή μου, τον Τεό (γερμανοέλληνας) τον αντιλαμβάνεται. Φύγε μου λέει, έρχεται. Πηδώ απ' το παράθυρο σε μία μάντρα και μετά σε άλλη, ξεφεύγω. Ο Τεό πιέζει την αδελφή μου να του πει για μένα, δεν καταφέρνει τίποτα. Ζητά τη σφραγίδα της ΕΠΟΝ. Η αδελφή μου του δίνει τη σφραγίδα για λειτουργιές. Κόκκαλο! Φεύγει. Η γειτονιά περιμένει να δει κι εκείνος λέει: Πιάσαμε τη Χάιδω στα βουνά, τέλειωσε. Υπήρξα ΓΓ της ΕΠΟΝ Λειβαδιάς, της Βοιωτίας και όλης της Στερεάς. Παντού ήμουν παρούσα αψηφώντας τον κίνδυνο. Στην πόλη, στα χωριά, στα βουνά...
Από τη Θήβα κυνηγημένη τους ξεφεύγω στις αλυκές. Πρέπει να πάω στο συνέδριο στο Καρπενήσι. Ξεκινάω με τα πόδια, φτάνω στο συνέδριο ξυπόλυτη και εκπροσωπώ την ΕΠΟΝ Στερεάς Ελλάδας. Η απελευθέρωση με βρίσκει στην Αταλάντη. Ερχομαι στη Λειβαδιά και εκεί για τους αγώνες μου ξεκινάει ένας καινούργιος γολγοθάς. Καθημερινό κυνηγητό, έρευνα σπίτι πρωί - βράδυ, μα κανένα στοιχείο. Ξύλο, ξύλο και πάλι ξύλο. Κανένα στοιχείο. Οποιος έμπαινε σπίτι, αμέσως έφθανε η ασφάλεια. Θ' αναφερθώ σ' ένα ακόμη περιστατικό που με συγκλονίζει μέχρι και τώρα.
Ερχονται οι μαυροσκουφάδες. Στόχος, εγώ. Το βράδυ καταφθάνουν στο σπίτι - οι καλοθελητές μαζί τους, τους φέρνουν μέχρι την πόρτα αφού ξέρουν από πού πατιέται το σπίτι. Ταμπουρώθηκα σ' ένα δωμάτιο, από το παράθυρο φωνάζουμε "βοήθεια μας σκοτώνουν", πετούν πέτρες, κλείνουμε το παράθυρο. Η πόρτα κρατάει καλά. Εκτός απ' τα πράγματα που έχουμε βάλει από πίσω έχει ένα σύρτη, δύσκολο να ανοίξει. Τότε, Θεέ μου, βγάζουν μια δίκοπη κάμα, έλαμπε, και κόβουν την πόρτα μαζί με τον σύρτη. Η πόρτα υποχωρεί, ανοίγει... Αρχίζουν με τις μαγκούρες να χτυπούν, με στήνουν να μου πάρουν το κεφάλι με μαχαίρι και ξαφνικά μ' αφήνουν λιπόθυμη και φεύγουν. Οι φωνές έχουν ξυπνήσει το θείο μου Γεώργιο Δούκα. Φοβερίζει, πάει στη Διοίκηση - είναι στα σημερινά Δικαστήρια. Μας πάει στον Τσιγιάννη, περιποιείται τα τραύματά μας, δένει το κεφάλι της μάνας μου που τ' άνοιξαν και το αίμα έφθανε στο ταβάνι!
Φθάνουμε στο 1947. Στεριώνουν μια δικογραφία και περνάω από το στρατοδικείο στη Θήβα. Απολογούμαι, βγάζω λόγο... προτείνουν την ποινή του θανάτου. Μου ζητούν να δευτερολογήσω κάνοντας δήλωση μετανοίας και απαντώ κοφτά: Μένω στις απόψεις μου! Μου μέλλει όμως να περάσω κι άλλα! Ενας στρατοδίκης έχει σωθεί το '12 απ' τον πατέρα μου και ανταποδίδει τη χάρη. Ετσι η ποινή μου γίνεται ισόβια κάθειρξη. Και είμαι μόνο 20 χρόνων! Μένω λοιπόν στη φυλακή 5 χρόνια και απελευθερώνομαι το 1952.
Γυρίζω στη Λειβαδιά, έχει έρθει κι ο αδελφός μου από την εξορία. Ξεκινάμε τη ζωή μας απ' την αρχή. Παλεύουμε σκληρά και δημιουργούμε μια οικονομική μονάδα στη Βοιωτία πολύ σοβαρή. Το νερό κυλά στ' αυλάκι και ο χρόνος στον τόπο. 1967. Πτου κι απ' την αρχή λοιπόν. Καινούργιο κυνηγητό! Μας διαλύουν οικονομικά. Χάνουμε ό,τι φτιάξαμε κι ό,τι είχαμε απ' τον πατέρα μας. Τελειώσαμε!
Μα δε σταμάτησα ν' αγωνίζομαι όσο στεκόμουν στα πόδια μου. Δε διαπραγματεύτηκα για κανέναν και για τίποτα τους αγώνες μου, τα πιστεύω μου, κανείς δεν μπορεί να μου τα πάρει. Ευχαριστώ όλους όσους με βοήθησαν και με βοηθούν ακόμα. Τους άλλους που με κυνήγησαν και με πρόδωσαν τους συγχωρώ. Ολοι έχουμε συνείδηση και αυτή θα μας κρίνει. Μένω στις απόψεις μου. Μήνυμά μου: Ειρήνη, αγάπη και προκοπή...».