Με αφορμή την οικονομική κρίση που διανύουμε, πολύ συχνά ακούγεται το όνομα του Κέυνς και ο όρος κεϋνσιανισμός, σαν αντίδοτο και αντίβαρο στο φαινόμενο των κρίσεων και του «νεοφιλελευθερισμού». Πόσο ακριβείς είναι παρόμοιου είδους εκτιμήσεις;
Κλασικός απολογητής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του εκμεταλλευτικού συστήματος, ο Κέυνς υποτίθεται πως επεξεργάστηκε μοντέλα της παρέμβασης του αστικού κράτους στην κατεύθυνση της αντικυκλικής πολιτικής. Της πολιτικής που θα οδηγούσε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, χωρίς τις οικονομικές κρίσεις, οι οποίες πάντα συνοδεύονταν από τη χρεοκοπία τμημάτων της άρχουσας τάξης, ενώ πολύ συχνά απαιτούνταν πολύς χρόνος για την εκ νέου αποκατάσταση της απρόσκοπτης κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Η βάση των μοντέλων του εδράζονταν στην αρχή της λεγόμενης «ενεργού ζήτησης», δηλαδή της ζήτησης που θα μπορούσε να αποφέρει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, μέσα από την αύξηση της συνολικής ζήτησης. Με δεδομένο όμως ότι η ζήτηση είναι πάντα περιορισμένη λόγω της συνεχούς μείωσης των λαϊκών εισοδημάτων, ο Κέυνς πρότεινε την αύξηση των κρατικών δαπανών, την επέκταση των δημοσίων έργων και την εξάπλωση της παρέμβασης στον κλάδο των υποδομών.
Τα δεδομένα που διαμορφώθηκαν τη μεταπολεμική περίοδο και η ανάγκη στήριξης του κεφαλαίου στις νέες συνθήκες, οδήγησαν το αστικό κράτος στην εντονότερη από ποτέ ανάμειξή του, σε διάφορους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Η πολιτική αυτή ονομάστηκε πλατιά κεϋνσιανή πολιτική. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια επιλογή απόλυτα συνυφασμένη με την εξάπλωση και εδραίωση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Ηταν, ταυτόχρονα, μια επιλογή απόλυτα αναγκαία για το κεφάλαιο και την αναγκαιότητα του να καταφέρει και να εντείνει (εκείνη την περίοδο) με γρήγορους ρυθμούς, τις διαδικασίες συσσώρευσής του. Ηταν η πολιτική που, τελικά, στήριξε για μερικές δεκαετίες τους εκπροσώπους της οικονομικής ολιγαρχίας να δημιουργήσουν τις απίστευτου μεγέθους μονοπωλιακές ενώσεις, ευνόησαν τη συγκρότηση γιγαντιαίων πολυεθνικών, υποβοήθησε στο ξαναμοίρασμα των αγορών.
Ως αντίδοτο, υποτίθεται στον κεϋνσιανισμό, προβλήθηκε η «νεοφιλελεύθερη» διαχείριση. Η περιβόητη οικονομία της αγοράς, που αυτή, με τους αυτοματισμούς της και τις ισορροπίες που δήθεν εξασφαλίζει, θα αποτελούσε το σύγχρονο «φάρμακο» για τις κρίσεις. Στην ουσία, επρόκειτο για μια πολιτική που ανέλαβε να εξασφαλίσει στο κεφάλαιο νέους τομείς για επενδύσεις και κέρδη και η οποία μπορεί να έγινε στο όνομα της απόσυρσης - παρέμβασης του κράτους στη διαμόρφωση των δεδομένων της αγοράς, ωστόσο συνοδεύτηκε και αποτέλεσε μια άνευ προηγουμένου κρατικομονοπωλιακή παρέμβαση, για την ανατροπή καταχτημένων ισορροπιών. Οι ιδιωτικοποιήσεις, το ξήλωμα του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», η ανατροπή στις εργασιακές σχέσεις, η αμφισβήτηση και ακύρωση όλων των λαϊκών δικαιωμάτων, ήταν το αποτέλεσμα της νέας μορφής παρέμβασης του αστικού κράτους, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις των μονοπωλίων. Μαζί οι συνεχείς και κλιμακούμενες παρεμβάσεις σε τομείς όπως οι μισθοί, το φορολογικό σύστημα, τα κίνητρα για τις επιχειρήσεις, οι διάφοροι νόμοι στήριξης του κεφαλαίου κ.ο.κ. Παρεμβάσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν με τη συγκρότηση διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων, όπως η ΕΕ και τα «τέκνα» της: Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η «απελευθέρωση» των αγορών, η Λευκή Βίβλος για την Εργασία, την Παιδεία κλπ.