Στις 7 του Δεκέμβρη, το 2008, κατά τις πέντε παρά το απόγευμα, τρεις ψαράδες στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας έχουν βγει για καθετή. Σηκώνεται μπουρίνι και κινδυνεύουν. Τηλεφωνούν, στον αιώνα των κινητών ζούμε άλλωστε, στο Λιμεναρχείο, σε συγγενείς και φίλους, ζητώντας βοήθεια γιατί χάλασε η μικρή μηχανή της ψαρόβαρκας.
Από τις 5 παρά πέντε ως τις 5 και δέκα περίπου, για ένα αγωνιώδες τέταρτο, η έκκληση ακούγεται από τα κινητά σαν προάγγελος θανάτου σε ζωντανή σύνδεση... Το Λιμενικό δεν έχει σκάφος! Ο Μύτικας απέναντι δεν έχει ούτε αρμοδιότητα, ούτε σκάφος! Η βάρκα παραδέρνει αβοήθητη σε απόσταση έξι - εφτά λεπτών από τον διάσημο πια, ιδιωτικώς υπερεξοπλισμένο και καλά φυλαγμένο απ' τους ...«εχθρούς» Αστακό, που ευνοεί, από τη θέση του, τη διακίνηση πυρομαχικών από το Πλατυγιάλι... Αυτό το λιμάνι, το ιδιωτικό, το φυλάνε σεκιουριτάδες και το προβάλλουν οι Αμερικάνοι στις στρατιωτικές τους εφημερίδες για ...«στρατομπίζνες» ως πρωτότυπα κατάλληλο.
Χέρι δεν απλώθηκε για τους τρεις ψαράδες. Αυτός ο φόνος πέρασε στα ψιλά. Μαζί και η αγωνία των τριών στα κινητά και ίσως, αν δε σηκώνονταν κι οι πέτρες στην περιοχή για τα πυρομαχικά και δεν ξανάνοιγε χαοτικά η γιγάντια πληγή της Γάζας με δαγκωματιές κι απ' τον αστακό της ξεπουλημένης σε συμμαχίες χώρας δε θα μαθευόταν καν. Διατηρώ ακέραιη την πεποίθηση ότι αν Αμερικανός ναύτης είχε σπάσει το πόδι του στο γεμάτο κοντέινερ του θανάτου πλοίο στη ράδα του Πλατυγιαλιού σ' αυτό το 24ωρο 6-7 Δεκέμβρη του 2008, θα είχαν σπεύσει εντός τριλέπτου όλες οι ελληνικές και νατοϊκές δυνάμεις «έρευνας και διάσωσης» της περιοχής. Γιατί άλλο ο Αστακός ως ιδιωτικός, διαμετακομιστικός στρατιωτικός ναύσταθμος κι άλλο τρεις μαρίδες - πολίτες με μια βάρκα αντίκρυ στα θεριά.
Κάθε «διάψευση» επιστρέφεται εκ των προτέρων στον εκδότη της, χύμα κι όχι σε κοντέινερ ειδικών προδιαγραφών...