Γιατί, άνθρωποι άχρηστοι, άνθρωποι ατάλαντοι, άνθρωποι που δε δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους, βρίσκονται να δηλώνουν εισοδήματα να σου φεύγει η σκούφια. Είναι αυτό ένα θαύμα ή δεν είναι; Παρακαλώ, λοιπόν, μπολσεβίκοι, γονατίστε μπροστά στο άγαλμα της ελευθερίας και δοξάστε αυτούς τους ανθρώπους. Τους άξιους, που με ένα νεύμα τους η αδύνατη δραχμή μετατρέπεται σε δολάριο και το δολάριο σε χρυσό. Και το χρυσό στη συνέχεια σε αγροκτήματα, σε εργοστάσια, σε κτίρια, σε πλοία, σε μετοχές, σε ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου.
Αντί, λοιπόν, να γκρινιάζετε και να μεμψιμοιρείτε, θα πρέπει να απαιτήσετε να στηθούνε αγάλματα σε αυτούς τους ανθρώπους. Να γεμίσουν οι κεντρικές λεωφόροι της πόλης με προτομές και με ολόσωμα. Αλλους σε στάσεις αγόρευσης, άλλους καβάλα σε άλογα και άλλους ανεβασμένους σε κατάρτια να ξεσκίζουν τις σημαίες του χρηματιστηρίου και της διαπλοκής. Και όλοι, βέβαια, καμωμένοι από φυσικό γρανίτη και σε φυσικό μέγεθος για να φαντάζουν... (Μην παραλείψετε, παρακαλώ, και τον «πονηρό» φωτισμό, για να λαμπρύνουν με την παρουσία τους και τη νύχτα την πόλη μας).
Γιατί, κόκκινοι διάολοι, δε βλέπετε το θετικό της υπόθεσης; Εχει κανένα λόγο να σε πουλήσει αυτός που είναι φουσκωμένα τα ταμεία του; Που ό,τι ζητήσει η ψυχή του το έχει; Θα καταδεχτεί ποτέ αυτός να σου πάρει τη σύνταξη, τη μπουκιά από το στόμα; Θα μαλώσεις ποτέ μαζί του για τη σειρά στα λεωφορεία; Θα τον βρεις ποτέ αυτόν μπροστά σου στις ουρές των ταμείων ανεργίας; Υπάρχει περίπτωση αυτός ποτέ να ρίξει το μεροκάματο, να γίνει απεργοσπάστης; Να πιάσει το δικό σου ράντσο στους διαδρόμους των νοσοκομείων;
Οχι, βέβαια. Αυτός είναι μακριά απ' όλα αυτά. Πέρα, μακριά. Στο απυρόβλητο! Στου διαόλου τη μάνα και τον πατέρα. Πέρα, σας λέω! Καταδικασμένος να ζει απομονωμένος στα άθλια τετραγωνικά του και στις περιφραγμένες βίλες του. Παριστάνοντας τον γαλήνιο και τον ευτυχισμένο ενώ δεν είναι. Αναγκασμένος να ζει ερωτευμένος με τις παχιές αγελάδες του και τις παχιές μετοχές του. Ποτέ, αυτός δε θα νιώσει τη χαρά της γειτονιάς, που νιώθουμε εμείς. Δε θα ξυπνήσει δίπλα απ' τις γραμμές του τρένου, στα υπόγεια και μέσα στα χαμόσπιτα και στα κοντέινερς που ξυπνάμε εμείς. Δε θα ακούσει το ευτυχισμένο κλάμα, τα παιδιά του να γκρινιάζουν μελανιασμένα από τις ελλείψεις και την πείνα, όπως κάνουνε τα δικά μας παιδιά. Ποτέ αυτός δε θα νιώσει τη θαλπωρή της σόμπας και της ανασφάλειας, που νιώθουμε εμείς. Δε θα μυρίσει τη φασουλάδα των διπλανών του. Ποτέ δε θα περιμένει με αγωνία τον επόμενο σεισμό και τις βροχές του χειμώνα. Ζωή είναι αυτή, που ζει αυτός; Σας ρωτάω.
Ζήτω, λοιπόν, η ελεύθερη αγορά. Ζήτω ο καπιταλισμός. Ζήτω οι πολιτικοί, που έχουν λεφτά και δε μας έχουν ανάγκη. Ζήτω τα πολιτικά αδέλφια και τα ξαδέλφια του Κόκκαλη, του Βαρδινογιάννη, του Λάτση... και όλων αυτών που δεν κάνουν φορολογικές δηλώσεις. Ζήτω στις ανώνυμες εταιρίες, στα τραστ, τους ομίλους και τα καρτέλ! Ζήτω το Εθνος!