Παρασκευή 3 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ
Προϋπολογισμένα ψέματα

Με την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2001, ακούσαμε πολλά και ευτράπελα από τους κυβερνώντες και όλους εκείνους που φανερά ή δειλά στηρίζουν την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, βαφτίζοντάς τη μέχρι και... «φιλολαϊκή». Ολοι αυτοί προσπάθησαν να μας πείσουν, ότι «τώρα που μπήκαμε στην ΟΝΕ έληξαν οι θυσίες» και ότι ήρθε η ώρα να... ζεσταθούν οι τσέπες των οικονομικά αδύνατων με τις γενναίες αυξήσεις των εισοδημάτων τους, που προβλέπει ο νέος προϋπολογισμός (διάφορα «δώρα» και δήθεν γενναίες αυξήσεις των μισθών και κοινωνικών παροχών).

Πρώτος και καλύτερος ο πρωθυπουργός, που δήλωσε ότι από το 2001 «δεν ασκούμε κοινωνική πολιτική με δανεικά» αλλά με το πλεόνασμα που προσδοκά η κυβέρνηση. «Βασιλικότερος του βασιλέως» ο Γ. Παπαντωνίου, ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση «θα» μοιράσει «450 δισ. δραχμές στους χαμηλόμισθους» και ότι είναι η πρώτη φορά που δίνεται «τέτοιο πακέτο για την ενίσχυση των χαμηλόμισθων»! Και φυσικά, οι μεγαλοεκδότες, εξωραΐζοντας την κυβερνητική πολιτική, με τα πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα ανακάλυψαν στο νέο προϋπολογισμό «14 δώρα» (ΤΑ ΝΕΑ) ή «επιστρέφει 500 δισ. δραχμές για τις θυσίες μιας 10ετίας» (ΕΘΝΟΣ)!

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η αλήθεια είναι πως και ο προϋπολογισμός του 2001, φυσικά, διατηρεί άθικτο τον ταξικό και αντιλαϊκό του χαρακτήρα, αφού η κυβέρνηση θέτει ως πρωταρχικό στόχο τη «διατηρησιμότητα» των μέχρι τώρα επιτευγμάτων και στη μετα-ΟΝΕ εποχή, που είναι η διατήρηση και βελτίωση της υψηλής κερδοφορίας των πολυεθνικών και των μεγάλων εν γένει επιχειρήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή καλείται να συμβάλει και ο νέος προϋπολογισμός, που κινείται στον αστερισμό της λογικής: «Στο σκέλος των εσόδων παίρνω τα πολλά από τους φτωχούς και αδύνατους και φορολογώ συμβολικά τους μεγιστάνες του πλούτου, ενώ αντίθετα στο σκέλος των δαπανών μοιράζω ψίχουλα στους οικονομικά αδύνατους και γενναίους μποναμάδες στους μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεισοδηματίες».

Ιδού και τα τεκμήρια:

Πρώτον, η προϋπολογιζόμενη για το 2001 αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 8,1% σημαίνει ότι συνεχίζεται η υπερφορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων, αφού είναι σχεδόν ΤΕΤΡΑΠΛΑΣΙΑ τόσο του πληθωρισμού (η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα «τρέχει» με ρυθμό 2,3%) όσο και της εξαγγελθείσας εισοδηματικής πολιτικής, που προβλέπει για το 2001 ονομαστικές αυξήσεις 2,2% σε μισθούς και συντάξεις.

Δεύτερον, οι «φοροελαφρύνσεις» που εξαγγέλθηκαν αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό των πρόσθετων φόρων (κοντά 900 δισ. δραχμές) που προβλέπει ο νέος προϋπολογισμός, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα κληθούν να πληρώσουν - όπως συνήθως - τα «υποζύγια» του προϋπολογισμού (μισθωτοί, συνταξιούχοι, εργαζόμενοι, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι βιοτέχνες και έμποροι). Και μια «λεπτομέρεια»: Η κυβέρνηση προβλέπει ότι φέτος θα εισπραχθούν 695 δισ. δραχμές ΠΑΡΑΠΑΝΩ φόροι, σε σχέση με το ποσό που είχε προϋπολογιστεί να εισπραχθούν. Είναι κι αυτό ένα ακόμη έμπρακτο δείγμα της φορολεηλασίας των εργαζομένων, στους οποίους ο Γ. Παπαντωνίου υπόσχεται - και με το 17ο προϋπολογισμό του ΠΑΣΟΚ - «δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών»!

Τρίτον, ο πλεονασματικός προϋπολογισμός, για τον οποίο πανηγυρίζουν οι κυβερνώντες, θα οφείλεται - εκτός από το σφαγιασμό των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα - και στη συνέχιση της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων. Μιας πολιτικής, που θυμίζει «νοικοκυραίους» οι οποίοι «πουλάνε το χαλί για να πληρώσουν την υπηρέτρια».

Τέταρτον, στο σκέλος της αναδιανομής του δημόσιου χρήματος - δηλαδή των δαπανών - τη μερίδα του λέοντος θα καρπωθούν οι τραπεζίτες (θα πληρώσουμε 7,1 τρισ. δραχμές για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους) και οι μεγαλοεπιχειρηματίες-μεγαλοεργολάβοι (που θα μοιραστούν μεταξύ τους εκατοντάδες δισεκατομμύρια επιχορηγήσεις και άλλα προνόμια) για νέες επενδύσεις ή την εκτέλεση μεγάλων έργων.

Αυτή είναι, δυστυχώς, η πικρή αλήθεια για τον προϋπολογισμό, και τα προϋπολογισμένα ψέματα δεν περνούν.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ