Τ' ακούσαμε καθαρά. Ηταν από την παρέα του διπλανού τραπεζιού, τρεις τέσσερις άνθρωποι. Είχαν σιωπήσει. Αναψαν τσιγάρο. Σκέφτονταν. Με τους άλλους τι γίνεται; Αναρωτηθήκαμε κι εμείς. Ησυχία. Κανείς δεν μιλούσε.
Ανάθεμά τα. Βγαίνεις να ξεσκάσεις, να πιεις ένα διπλό τσίπουρο, να σταυρώσεις μια κουβέντα, ν' αστειευτείς, και μπλέκεις. Αντε να απαντήσεις.
Θα σας πω τη σκέψη μου. Μπορεί να 'ναι λάθος. Εσείς θα μου το πείτε. Παρακολουθώ τα ζώα, τα πτηνά. Ολη μέρα κυνηγητό να βρουν τροφή. Είναι όρος να ζουν.
Πού το πάει; Αναρωτηθήκαμε από μέσα μας. Θα μου πείτε, συνέχισε, ο άνθρωπος δε βρίσκει την τροφή του. Την παράγει. Πώς, όμως, την παράγει; Με την εργασία του, απάντησε αυθόρμητα ένας. Σωστό. Νάτο, όμως, το ερώτημα: Αυτός που δεν έχει εργασία, μπορεί να 'χει τροφή; Εννοώ όλα εκείνα που του επιτρέπουν να ζει και μάλιστα αξιοπρεπώς;
Η εργασία, νομίζω πως συμφωνούμε σ' αυτό, άρχισε πάλι να μιλάει, ουσιαστικοποιεί τη ζωή. Εννοώ το αποτέλεσμα της εργασίας. Είναι απόλυτο, φυσικό δικαίωμα και γι' αυτό αδιαπραγμάτευτο. Οταν λυθεί το ζήτημα αυτό, να 'χουν δηλαδή όλοι εργασία, τότε θα λυθεί και το θέμα της αξιοκρατίας. Αυτό λέω εγώ. Εσείς;
Πώς μπορεί να γίνει; Ρώτησε ένας από μας. Πώς μπορεί να γίνει; Σκεφτήκαμε κι εμείς. Με κατάργηση του συστήματος που γεννά την ανεργία και παραμυθιάζει με τα περί αξιοκρατίας. Αυτό λέω εγώ. Εσείς; Ξαναρώτησε.