Σταθμοί της επίθεσης αυτής, η επικύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ το Δεκέμβρη του 1991, η οποία χάραξε τις στρατηγικές επιλογές του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, η δημιουργία της ζώνης του ευρώ το 1998 και η υιοθέτηση της στρατηγικής της Λισαβόνας το καλοκαίρι του 2000 στην ομώνυμη πόλη της Πορτογαλίας. Ολες αυτές οι χρονικές περίοδοι, συνοδεύονται από δεκάδες και εκατοντάδες επιμέρους αποφάσεις κοινοτικών οργάνων, οι οποίες σταθερά και μεθοδικά άνοιγαν τους ολέθριους δρόμους των ανατροπών στις εργασιακές σχέσεις, στα δημόσια συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης, Παιδείας, Υγείας και Πρόνοιας, προωθούσαν τις αθρόες ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων επιχειρήσεων του Δημοσίου, την εφαρμογή σκληρών προγραμμάτων λιτότητας με στόχο τον έλεγχο των δημοσιοοικονομικών μεγεθών, ως αναγκαίο στοιχείο της σταθερότητας του ευρώ.
Μια ματιά αν ρίξει κανείς στη 18ετή αυτή περίοδο, διαπιστώνει, ότι οι μεγάλες ανατροπές που προώθησαν από κοινού ευρωπαϊκό κεφάλαιο, κυβερνήσεις και ΕΕ - η οποία λειτουργούσε και λειτουργεί ως στρατηγικό επιτελείο σχεδιασμού και υλοποίησης της κλιμακούμενης αυτής επίθεσης - σε μεγάλο βαθμό έχουν γίνει πράξη. Και σε πολλές χώρες, όπου δεν υπήρξαν ισχυρές λαϊκές αντιστάσεις, τα αντιδραστικά αυτά μέτρα πέρασαν, χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά, έστω για την τιμή των όπλων. Η Ελλάδα φυσικά, δεν υπήρξε ξεχωριστή περίπτωση τις δύο αυτές δεκαετίες, αλλά ακολούθησε και αυτή το δρόμο του πεπρωμένου... Επί 18 χρόνια, λαϊκές κατακτήσεις και δικαιώματα βιάζονται και προσφέρονται θυσία στους βωμούς του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Είτε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, είτε με κυβέρνηση ΝΔ, το ασφαλιστικό σύστημα ακρωτηριάστηκε, η σταθερή εργασία υπονομεύτηκε, ενώ ζωτικοί τομείς, όπως η Παιδεία, η Υγεία και η Πρόνοια, παραδόθηκαν στους εμπόρους του κέρδους. Βεβαίως στην Ελλάδα επειδή ακριβώς υπήρξε οργανωμένο ταξικό εργατικό κίνημα, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν τόσο ισχυρό προκειμένου να ακυρώσει αντιλαϊκά μέτρα, κατάφερε να καθυσυτερήσει την εφαρμογή τους, να δυσκολέψει τις κυβερνήσεις και σήμερα, παρά το γεγονός ότι σε άλλες χώρες έχουν περάσει, στην Ελλάδα πασχίζουν να τα περάσουν με γοργούς ρυθμούς. Η εργατική αντίσταση συνεχίζεται.
Η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, ήταν και παραμένει η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Γι' αυτό και όταν κάποιος επιδιώκει να εξετάσει την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης μαζί με την πορεία των κρατών-μελών της, (αυτά τα δυό δεν μπορούμε να τα βλέπουμε χωριστά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο), τις δύο τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να στηρίζεται στην ανάλυση της βασικής αυτής αντίθεσης. Στον ένα πόλο τοποθετούνται οι δυνάμεις του ευρωενωσιακού κεφαλαίου και στον αντίθετο οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Η δυναμική, η δύναμη πυρός των δύο αυτών κυρίαρχων τάξεων, καθορίζει και την εξέλιξη της πορείας της ταξικής πάλης. Το ότι η εργατική τάξη για δύο ολόκληρες δεκαετίες, βρίσκεται σε συνεχή υποχώρηση και της αφαιρούνται δικαιώματα και κατακτήσεις, μπορεί απλά να εξηγηθεί από το γεγονός, ότι την πάλη που διεξάγει με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, την δίνει κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Η εργατική τάξη, είναι σήμερα σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολιτικά και συνδικαλιστικά κατακερματισμένη, με τα εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα σε κάποιες, τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, διαβρωμένα από τον οπορτουνισμό, να βρίσκονται σε διαδικασία φθοράς και αποσύνθεσης, ενώ στις ηγεσίες των εργατικών συνδικάτων, έχουν αναρριχηθεί δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού που έχουν κάνει σημαία τους την ταξική συνεργασία.
Από την άλλη πλευρά το ευρωενωσιακό κεφάλαιο, απέναντι στους εργάτες και τις όποιες διεκδικήσεις τους, εμφανίζεται ενωμένο και συμπαγές. Ποτέ ως σήμερα, σε επίπεδο ΕΕ, τα κράτη-μέλη δεν εξέφρασαν διαφωνίες ή αντιρρήσεις όταν στην ημερήσια διάταξη, ετίθεντο θέματα που αφορούσαν την αφαίρεση ή και την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων. Σε όλες τις συνόδους της ΕΕ τα θέματα αυτά ψηφίστηκαν με γενική ομοφωνία. Αντίθετα, αντιθέσεις και διαφωνίες εκφράζονταν και εκφράζονται, όταν θίγονται συμφέροντα επιμέρους μερίδων του κεφαλαίου, όταν ο ένας συνασπισμός κεφαλαιοκρατών επεδίωκε να επιβάλει τις θέσεις του πάνω στους άλλους. Και αυτές οι κεφαλαιοκρατικές αντιθέσεις έρχονται στην επικαιρότητα, όταν πρόκειται για το μοίρασμα των νέων αγορών.
Ετσι βλέπουμε τις δυνάμεις του κεφαλαίου, να επιτίθενται σαν πεινασμένοι λύκοι πάνω στις εργατικές κατακτήσεις ενώ παράλληλα οξύνεται στο έπακρο ένας ανελέητος πόλεμος, ένας άγριος ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός με στόχο το μοίρασμα των αγορών και τον έλεγχο των στρατηγικών πρώτων υλών, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Και εδώ συμβαίνουν τα εξής «παράδοξα». Οσο προχωράει η ενοποίηση της ΕΕ, όσο εξομοιώνονται οι προϋποθέσεις παραγωγής της αξίας και της υπεραξίας, όσο δημιουργούνται ίδιες και ίσες προϋποθέσεις εκδήλωσης του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού, τόσο περισσότερο οξύνονται οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, τόσο περισσότερο η ενιαία Ευρώπη διχάζεται σε αντίπαλα στρατόπεδα, τόσο πιο πλέρια λειτουργεί, εντός της ενιαίας αγοράς ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης.
Σε επίπεδο ΕΕ, εκδηλώνονται σήμερα, όλα τα χαρακτηριστικά της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, σε διευρυμένο, διακρατικό επίπεδο. Οπου, ίσα σε μέγεθος κεφάλαια, διεκδικούν την απόσπαση ίσων ποσοστών κέρδους και στην περίπτωση των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, την απόσπαση του μονοπωλιακού ποσοστού κέρδους. Πίσω από το πέπλο της Ενωμένης Ευρώπης, η μία συμμαχία κρατών εντός της, επιχειρεί να ξεσκίσει τις σάρκες και να ξεριζώσει την καρδιά των ανταγωνιστών της. Πρόκειται για μάχη, όπου στο τέλος το μεγάλο κεφάλαιο νικά κατά κράτος το μικρότερο, το οποίο, είτε εξαφανίζεται, είτε υποτάσσεται και εξαγοράζεται από το πρώτο.
Στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς, η ΕΕ διχάζεται σήμερα όλο και περισσότερο σε δύο μεγάλες ομάδες χωρών. Η μια γύρω από το λεγόμενο γαλογερμανικό άξονα, η δεύτερη γύρω από τον αγγλοσαξωνικό.
Παράγοντα που δημιουργεί δυσκολίες στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού φαίνεται ότι αποτελεί το ανατιμημένο, συγκριτικά με το δολάριο, ευρώ. Με ισοτιμία σήμερα ευρώ - δολαρίου 1/1,5 περίπου, είναι προφανές, ότι το «ισχυρό» ευρώ, πλήττει το σύνολο των εξαγωγικών μονοπωλίων της ΕΕ, τα οποία πωλούν ακριβά στις ξένες αγορές.
Ειδικά για την περίπτωση της χώρας μας, η υποχώρηση της ανταγωνιστικής θέσης του ελληνικού κεφαλαίου, παρά την άνοδό της τα προηγούμενα χρόνια, (εδώ λειτουργεί ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης επομένως κάποιες άλλες χώρες στην ΕΕ αύξησαν περισσότερο από την Ελλάδα την ανταγωνιστικότητά τους), είναι ευδιάκριτη και απεικονίζεται με μεγάλη ευκρίνεια και στους λογαριασμούς του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας. Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα, έγινε μέλος της ΟΝΕ το 2001, ενώ το ευρώ κυκλοφόρησε σε φυσική μορφή το 2002. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το ετήσιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, την περίοδο 2000 - 2004, κυμαινόταν στα επίπεδα των 10 δισ. - 11 δισ. ευρώ. Το 2005 αυξήθηκε στα 14,7 δισ. ευρώ, το 2006 στα 23,7 δισ. ευρώ, το 2007 στα 32,6 δισ. ευρώ και το 2008 απογειώθηκε στα 34,8 δισ. ευρώ, ή το 14,6% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, το εμπορικό έλλειμμα, από 21,9 δισ. ευρώ το 2000, εκτινάχθηκε στα 44,1 δισ. ευρώ το 2008, ή στο 18,4% του ΑΕΠ. Πίσω από τους αριθμούς των ελλειμμάτων, βρίσκονται τα χαμένα μερίδια αγοράς, τόσο στο εσωτερικό της χώρας - καθώς η ντόπια παραγωγή υποχωρεί και αντικαθίσταται από εισαγωγές - όσο και στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, όπου δραστηριοποιούνται τα εξαγωγικά μονοπώλια.
Η υποχώρηση όμως της παραγωγικής βάσης συγκριτικά με άλλες χώρες, (αγροτική παραγωγή, μεταποίηση, μεταφορές, επικοινωνίες), έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται σχετικά η παραγόμενη αξία, η οποία - ανεξάρτητα πώς μοιράζεται ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργάτη - παραγωγό - αποτελεί τη βάση της επιβίωσης κάθε κοινωνικού σχηματισμού.
Η υποχώρηση της ανταγωνιστικής θέσης του ελληνικού κεφαλαίου στην ευρωπαϊκή αγορά, συνοδεύτηκε με μια εντυπωσιακή άνοδο, για 15 περίπου χρόνια, της κεφαλαιοκρατικής κερδοφορίας. Οι περίφημοι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός την περίοδο 1995 - 2008, δεν στηρίχθηκαν στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, η οποία, ακόμα και με τα επίσημα στοιχεία βρίσκεται σε υποχώρηση. Ετσι, η συμμετοχή της αγροτικής παραγωγής (πρωτογενής τομέας) στο ΑΕΠ της χώρας το 2007, ήταν μόλις 3,8%, της δευτερογενούς παραγωγής (βιομηχανία) 20,3% - με το μερίδιο της μεταποιητικής βιομηχανικής παραγωγής μόλις στο 13% - και της τριτογενούς παραγωγής (υπηρεσίες) 75,9%! Ακόμα και αν αφαιρέσουμε από τις υπηρεσίες τις μεταφορές και τις επικοινωνίες, οι οποίες είναι βιομηχανικοί κλάδοι, η συνολική κατάσταση δεν αλλάζει σημαντικά. Την ίδια περίοδο αυξήθηκε η εξαγωγή κεφαλαίου, κυρίως στα Βαλκάνια.
Ανεξάρτητα πάντως από τον τρόπο διαμόρφωσης του ΑΕΠ, γεγονός παραμένει ότι στην Ελλάδα παράχθηκαν σημαντικά κέρδη, τα οποία είτε τροφοδότησαν την εξαγωγή κεφαλαίου προς τρίτες χώρες, είτε κατευθύνθηκαν σε θησαυροφυλάκια, εντός ή εκτός Ελλάδας.
Η πολιτική όμως η οποία ενισχύει το κεφάλαιο με κρατικό χρήμα προκειμένου να αυξάνεται ο όγκος του και να κερδοφορεί, σε αγορά που δεν μπορεί να απορροφήσει τη νέα παραγόμενη αξία, οδηγεί στα τεράστια ελλείμματα, ενώ αυτή η αντικειμενική στον καπιταλισμό διαδικασία οδηγεί στην οικονομική κρίση. Και μία χώρα της οποίας το εμπορικό έλλειμμα αντιστοιχεί στο 18% του ΑΕΠ, η οποία προσπαθεί όπως όπως να καλύψει τις τρύπες των εμπορικών της ελλειμμάτων, πώς αλλιώς θα καλύψει τα ελλείμματά της, παρά με δανεισμό. Η Ελλάδα, μαζί με άλλες χώρες της ΕΕ προβάλλουν σήμερα σαν οι αδύνατοι κρίκοι της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας που «χτίζεται» στα πλαίσια της ΕΕ και της ευρωζώνης. Τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός καπιταλισμός, τα οποία εκδηλώνονται στις σχέσεις ανταγωνισμού με το κεφάλαιο άλλων κρατών, οδηγούν εξ αντικειμένου στην όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων. Ως όρος αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων, για τον καπιταλισμό, τίθεται η συνεχής αφαίρεση εργατικών κατακτήσεων. Η κυρίαρχη αντίθεση μονοπώλια - λαός οξύνεται. Το σίγουρο είναι, ότι απάντηση στο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα της χώρας θα δώσει η ταξική πάλη. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο...