Τρίτη 21 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936
Οι ξένες δυνάμεις και ο ρόλος τους

(Μέρος 1ο)

Σαν εισαγωγή

Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 υπήρξε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα γεγονότα της ελληνικής ιστορικής ζωής, τόσο πολυσυζητημένα ώστε να υπάρχει και η άποψη της υπερβολικής συζήτησης. Εντονη, ωστόσο, είναι η αίσθηση ότι, από τη συζήτηση αυτή, έχει αποκλειστεί ή σχεδόν αποκλειστεί η αναφορά σε έναν παράγοντα σοβαρό και, μάλιστα, καθοριστικό: Το ρόλο των ξένων δυνάμεων. Η παράλειψη αυτή είναι, ασφαλώς, σοβαρή στις συνθήκες μιας χώρας πολύμορφα εξαρτημένης από τον ξένο ιμπεριαλισμό και γίνεται ακόμη σοβαρότερη αν σκεφθεί κανείς ότι η συγκεκριμένη περίοδος (10ετία του '30) είναι περίοδος γενικής όξυνσης της κατάστασης και έντασης των διεθνών αντιπαραθέσεων. Πολύ περισσότερο που ένας από τους κυρίους επιτελείς της 4ης Αυγούστου, ο Κ. Μανιαδάκης, ο οποίος επιλέγει το 1949 (Γιατί; Είναι, νομίζουμε, φανερό) για να επιστρέψει στην Ελλάδα, δηλώνει, το 1950, ότι «η δικτατορία της 4ης Αυγούστου έγινε για εξωτερικούς λόγους».

Ας δούμε, λοιπόν, περιληπτικά και χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις επεξεργασίας, ποιοι ήταν συγκεκριμένα αυτοί οι λόγοι.

Οι εξωτερικοί παράγοντες

Κατ' αρχήν, εκείνο που πρέπει να τονιστεί εδώ ιδιαίτερα είναι η αλλαγή της γενικής πολιτικής του ιμπεριαλισμού: Στην περίοδο 1920-30, περίοδο σχετικής σταθεροποίησης, ο ιμπεριαλισμός αφήνει τη διευθέτηση των αντιθέσεων, που αναπόφευκτα δημιουργούνται στην υπ' αυτόν Ελλάδα, σε τοπικές δυνάμεις, υπό τον όρο, φυσικά, ότι δεν είναι «άτακτες». Αντίθετα, στην περίοδο 1930-40, περίοδο κρίσης όπου, μεταξύ πολλών άλλων, οξύνονται και οι σχέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με προοπτική μια σύγκρουση, ο ιμπεριαλισμός λέει καθαρά ότι, τώρα, «όλα θα τα κανονίσουμε εμείς οι ανώτεροι», περνώντας στην άμεση και καθοριστική ανάμειξη.

Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, βλέπουμε ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα της εποχής βαδίζουν με βάση ξένα σχέδια, που καταρτίζονται με αρκετή λεπτομέρεια και για τα οποία σήμερα έχουμε και έγγραφες αποδείξεις.

Αυτά από γενική άποψη. Από συγκεκριμένη, τώρα, άποψη, η κατάσταση εμφανίζεται ως εξής:

Κυρίαρχη δύναμη είναι η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής - η Βρετανία. Ο γενικός προσανατολισμός είναι η ενίσχυση των βρετανικών θέσεων εν όψει του πολέμου - μόνου μέσου για το ξεπέρασμα της κρίσης στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Ο πόλεμος αυτός, όμως, θα πρέπει, στα βρετανικά μάτια, να έχει απαραιτήτως ένα ειδικό χαρακτηριστικό: Τον τερματισμό κάθε σοβιετικής επιρροής και της ίδιας της ΕΣΣΔ. Πρόκειται για μια πολιτική που είναι συνεπής με τα ως τότε ακολουθούμενα, αν σκεφθούμε ότι, μόλις το 1930, απειλείται βρετανοσοβιετικός πόλεμος. Η γενική κατάσταση δεν επέτρεψε την εφαρμογή των σχεδίων, αυτό, όμως, δε σήμαινε εγκατάλειψη των ίδιων των σχεδίων. Από την άλλη, πρόκειται για πολιτική επίμονη, που έχει σαν πιο γνωστό της αποκορύφωμα το Μόναχο και που θα εγκαταλειφθεί τελικά μόνο τον Μάη του 1940.

Η πολιτική αυτή θα συντελέσει αποφασιστικά σε δύο πολύ σοβαρά γεγονότα της εποχής.

α) Στην εμφάνιση της ναζιστικής εξουσίας στη Γερμανία και

β) Στη διατήρηση της μουσολινικής εξουσίας στην Ιταλία, της οποίας η ασθενής οικονομία έχει ιδιαίτερα σκληρά πληγεί από την οικονομική κρίση.

Οχι μόνο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, αλλά και οι εξελίξεις που οδήγησαν σ' αυτό αποτελούν άμεσο καρπό αυτής της «μοναχικής» πολιτικής, ακόμη και στις λεπτομέρειές της. Ως ποιο βαθμό; Θα το δούμε παρακάτω.

Το δεύτερο και ουσιαστικότερο στοιχείο της περιόδου αυτής είναι η προσπάθεια ιταλικής διείσδυσης στην Ελλάδα.

Πρόκειται για στοιχείο πολύ σοβαρό, που έπαιξε σοβαρό ρόλο στην εξέλιξη και που, παραδόξως, όλοι ανεξαιρέτως (ή σχεδόν ανεξαιρέτως, καθώς ο Δαφνής κάνει μερικές αναφορές) οι Ελληνες ιστορικοί αποσιωπούν εντελώς.

Η προσπάθεια ιταλικής διείσδυσης στην Ελλάδα

Η Ιταλία προσπάθησε από νωρίς να παίξει ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις και, στο περιθώριο της Λωζάνης, όπου εκπρόσωπος της Ιταλίας είναι ο μόλις προ ολίγου πρωθυπουργοποιηθείς Μπ. Μουσολίνι, προσπαθεί να επιτύχει παράταση ή και επανέναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου.

Οι ιταλικές αυτές προσπάθειες φαίνεται ότι αρχίζουν να βρίσκουν ευρύτερη ανταπόκριση με την άνοδο στην κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου το 1928. Το πρόγραμμα που εξαγγέλλει ο τελευταίος, στη γνωστή του προεκλογική ομιλία στη Θεσσαλονίκη, σημαίνει, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, στροφή προς την Ιταλία ή, τουλάχιστον, μπορεί να ερμηνευτεί έτσι. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει, στη διάρκεια ταξιδιού που κάνει ο ίδιος στην Ιταλία, το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, του 1930. Στο εξής η πολιτική του Ελ. Βενιζέλου σε σοβαρούς τομείς (π.χ., Βαλκανικό Σύμφωνο) θα είναι τέτοια ώστε δε θα αναγκάζει την Ελλάδα στην ανάληψη «εξωβαλκανικών υποχρεώσεων», δηλαδή υποχρεώσεων που αντιστρατεύονται τις ιταλικές ενέργειες στα Βαλκάνια. Η στροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου προς την Ιταλία φαίνεται και από ένα άλλο γεγονός: Με το άπλωμα της κρίσης του 1929, που, μεταξύ άλλων, εντείνει πολύ και τις οικονομικές και δημοσιονομικές δυσχέρειες της χώρας, ο Ελ. Βενιζέλος παραιτείται όταν το σχέδιό του για χρηματοδότηση της χώρας από ιταλικές πηγές ή τουλάχιστον με την ιταλική πρωτοκαθεδρία αποτυγχάνει, λόγω της προφανούς ιταλικής αδυναμίας.

Η στροφή αυτή των πιο δυναμικών τμημάτων της ολιγαρχίας προς την Ιταλία έχει πολλές εξηγήσεις. Οι πιο σημαντικές είναι, κατά τη γνώμη μας, οι εξής:

α) Αναζήτηση στηριγμάτων - αντίβαρων προς βρετανικές πιέσεις. Η παρουσία του Βενιζέλου στην προσπάθεια αυτή δεν είναι ανεξήγητη ύστερα από τα παθήματά του στη Μικρά Ασία.

β) Αναζήτηση αξιοπίστου αντεπαναστατικού στηρίγματος. Σαν τέτοια, η μουσολινική Ιταλία προσφέρεται για πολλούς λόγους και όχι μόνο πολιτικούς. Χάρη στη μαζική βοήθεια σε κεφάλαια της Βρετανίας και των ΗΠΑ, η Ιταλία κατορθώνει να ξεπεράσει, στη 10ετία του '20, τις, αλλιώς τερματικές, συνέπειες του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Το απλόχερο άνοιγμα των πορτοφολιών της ιταλικής μεγαλοαστικής τάξης επιτρέπει στο μουσολινικό καθεστώς μια «εκσυγχρονιστική» άνοδο, η οποία, πέραν των πολλών άλλων, θαμπώνει την εξαρτημένη αστική τάξη της περιφέρειας μπροστά στο «ιταλικό θαύμα που κάνει τα τρένα να κινούνται στην ώρα τους». Οι πιο δυναμικοί τομείς της ελληνικής ολιγαρχίας σαγηνεύονται και αυτά (όπως φαίνεται καθαρά και από τα σχόλια περί Ιταλίας των τότε εκδόσεων του Λεξικού Ελευθερουδάκη). Το ότι η μουσολινική Ιταλία έχει την υποστήριξη της Βρετανίας και το ότι αυτή η υποστήριξη συνεχίζεται και στη 10ετία του '30 απλώς διευκολύνουν τον παρόμοιο προσανατολισμό.

Η ιταλική αυτή πλευρά, την οποία, επαναλαμβάνουμε, η ελληνική ιστοριογραφία έχει, συλλήβδην και αθρόως, αγνοήσει, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο.

Κατ' αρχήν, εξηγεί τη βιαιότητα των συγκρούσεων μέσα στο κυρίαρχο ESTABLISHMENT, όπου διασταυρώνονται οι βρετανικές και ιταλικές επιρροές.

Στις 5 Μάρτη 1933, όπου η οριστική ήττα της βενιζελικής παράταξης διαφαίνεται πια βέβαιη στις εκλογές, μια συζήτηση Ελ. Βενιζέλου και Ν. Πλαστήρα, στο σπίτι του πρώτου, κάνει λόγο για επιβολή μουσολινικού τύπου δικτατορίας όπως «εις την Ιταλίαν, η οποία, χάρις εις τον φασισμόν, προοδεύει». Το ότι η συζήτηση αυτή, που προκάλεσε σάλο στην εποχή της, αγνοείται παντελώς από όλους ως ουδέποτε γενομένη είναι το πρώτο εκπληκτικό στοιχείο. Το πρώτο, αλλά όχι το μόνο. Το δεύτερο είναι το στρατιωτικό κίνημα στο οποίο προχωρά ο Ν. Πλαστήρας, ένα στρατιωτικό κίνημα για το οποίο ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος κατάλαβε ποτέ ως σήμερα εάν επέτυχε ή απέτυχε. Ενα τρίτο εκπληκτικό στοιχείο θα μπορούσε να θεωρηθεί το ότι ο Ν. Πλαστήρας, όταν, τελικά, συλλαμβάνεται, απελαύνεται σε ιταλικό αντιτορπιλικό, όπου παραλαμβάνει και το διαβατήριό του.

Η μεγάλη σημασία της πλευράς αυτής θα φανεί σε όλη τη διάρκεια του 1933, του 1934 και των αρχών του 1935, όταν κυριαρχεί το θέμα όχι της στάσης αλλά καν της συμμετοχής της Ελλάδας στο «Βαλκανικό Σύμφωνο», υπόθεση πολυδαίδαλη και σκοτεινή, όπου, όμως, το ιταλικό ενδιαφέρον κυριολεκτικά «βγάζει μάτι».

Εδώ πρέπει να πούμε και ότι η υπόθεση του «Βαλκανικού Συμφώνου» συνδεόταν, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, πολύ στενότερα με το κίνημα της 1ης Μάρτη 1935 από όσο φαίνεται. Χαρακτηριστικό ερωτηματικό στοιχείο παραμένει το γεγονός ότι ο στόλος, που ακολούθησε τους κινηματίες, μετά την αποτυχία του κινήματος καταφεύγει στην ιταλοκρατούμενη Λέρο. Από τότε επισημάνθηκε το γεγονός ότι, στη διάρκεια των γεγονότων, εμφανίστηκαν στον Πειραιά βρετανικά και γαλλικά πολεμικά πλοία, όχι, όμως, ιταλικά.

Αλλωστε, αυτή η παράμετρος εξηγεί και τη στάση του ΚΚΕ, το οποίο δε φαίνεται να την αγνοεί καθόλου. Ενδιαφέρον, πάντως, έχει να σημειωθεί ότι τα γραφόμενα στο «Ρ» της εποχής δεν έχουν, παρά τις 10ετίες που πέρασαν, ποτέ διαψευστεί.

(Συνεχίζεται- ΑΥΡΙΟ το 2ο ΜΕΡΟΣ)


Του
Θανάση ΠΑΠΑΡΗΓΑ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ