Σάββατο 9 Δεκέμβρη 2017 - Κυριακή 10 Δεκέμβρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΟ ΑΠΕΡΓΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
«Κουμπώνει» στο ήδη ισχύον αντιαπεργιακό πλαίσιο...

...και υπηρετεί την πάγια αξίωση του κεφαλαίου για συνολικό ξήλωμα

Η προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να φέρει στα μουλωχτά την περασμένη Δευτέρα το βράδυ, με τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο και με ψήφιση άρον άρον την επόμενη μέρα, τη νομοθετική ρύθμιση για το χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος, δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Είναι η κλασική άθλια μεθόδευση που ακολουθεί η κυβέρνηση (και πριν από αυτήν οι προκάτοχοί της), κάθε φορά που είναι να φέρει σε πέρας τη βρώμικη δουλειά του κεφαλαίου. Πόσο μάλλον που στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κυβέρνηση έρχεται να υλοποιήσει μια πάγια αντεργατική αξίωση των μονοπωλίων, την οποία «κώλωσαν» να φέρουν σε πέρας οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, έρχεται να χτυπήσει το δικαίωμα στην απεργία, την κορυφαία κατάκτηση της εργατικής τάξης, που στο διάβα των προηγούμενων δεκαετιών πληρώθηκε ακόμα και με αίμα...

Η κυβερνητική τροπολογία, η οποία αποσύρθηκε προσωρινά για να επανακατατεθεί στο αμέσως επόμενο διάστημα, υπερδιπλασιάζει τον αριθμό των εργαζομένων (από τουλάχιστον 1/5 σε τουλάχιστον 1/2 των μελών του πρωτοβάθμιου σωματείου) που απαιτούνται προκειμένου να υπάρχει απαρτία στη γενική συνέλευση σωματείου που συζητά την προκήρυξη απεργίας.

Καθόλου τυχαία, επιβάλλουν πρόσθετα εμπόδια στο απεργιακό δικαίωμα στο πρωτοβάθμιο επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης, μέσα στην επιχείρηση, εκεί που είναι πιο έντονη η εργοδοτική τρομοκρατία, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, προκειμένου να χτυπήσουν συνολικά το δικαίωμα στην απεργία, να στηρίξουν τη στρατηγική του κεφαλαίου που απαιτεί σιγή νεκροταφείου στους χώρους δουλειάς.

Κάτω από αυτό το πρίσμα ξεγυμνώνεται ο απατηλός ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι το νέο αντεργατικό έγκλημα αφορά τάχα «μόνο τα πρωτοβάθμια συνδικάτα» και τάχα «δεν αλλάζει τίποτα στα υπόλοιπα, στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις». Η στρατηγική του κεφαλαίου απαιτεί συνολικό χτύπημα της συλλογικής οργάνωσης και δράσης των εργαζομένων, εκεί στοχεύει και το νέο αντεργατικό χτύπημα της κυβέρνησης. Γι' αυτό ακριβώς, στη στήριξη αυτού του χτυπήματος συντονίζονται όλα τα αστικά επιτελεία: Από τη ΝΔ που... δεν κρατιέται για να ψηφίσει αυτήν την «αυτονόητη μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι αστικές εφημερίδες που με πρωτοσέλιδους τίτλους συγχαίρουν την κυβέρνηση επειδή «σπάει τα ταμπού του συνδικαλιστικού νόμου».

Ακόμα πιο προκλητικός, βέβαια, είναι ο ισχυρισμός της υπουργού Εργασίας και άλλων κυβερνητικών στελεχών ότι η νέα αντιαπεργιακή διάταξη... υπηρετεί την ενίσχυση της συμμετοχής των εργαζομένων στα σωματεία και τις απεργίες! Κόπτεται τάχα για τη μαζικότητα των απεργιών η κυβέρνηση που, όπως και οι κυβερνήσεις πριν από αυτήν, στέλνει εισαγγελείς και αστυνομία στις πύλες των εργοστασίων και τις πόρτες των επιχειρήσεων όταν απεργούν εργάτες, η κυβέρνηση που συμβάλλει καθοριστικά στην απογείωση της εργοδοτικής ασυδοσίας μέσα στους χώρους δουλειάς, ενισχύοντας συνεχώς το αντεργατικό νομικό οπλοστάσιο του κεφαλαίου...

Διαχρονικά και μόνιμα τα εμπόδια στην απεργία

Στην πραγματικότητα, η νέα αντεργατική ανατροπή στο συνδικαλιστικό νόμο έρχεται να «κουμπώσει» με όλο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τη συνδικαλιστική δράση και ειδικότερα για την απεργία, βάσει του οποίου ήδη 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν παράνομες και καταχρηστικές.

Ο βασικός συνδικαλιστικός νόμος (1264/1982), στον οποίο προστίθεται η νέα αντεργατική διάταξη, θέτει εξαρχής μια σειρά σημαντικών περιορισμών στους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησης του απεργιακού δικαιώματος. Μάλιστα, τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του ελληνικού δικαιικού συστήματος, όχι απλά δεν διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, αλλά απεναντίας εισάγει σημαντικά εμπόδια στην άσκησή του.

Τέτοια σοβαρά εμπόδια στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος μέχρι σήμερα είναι:

-- Η συνταγματικά κατοχυρωμένη δυνατότητα πολιτικής επιστράτευσης των απεργών από το κράτος.

-- Η υποχρέωση ενημέρωσης του εργοδότη προ 24 ωρών για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και προ 4 ημερών για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που δυσχεραίνει την πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων.

-- Οι περιορισμοί στο πλαίσιο των αιτημάτων.

-- Οι περιορισμοί στην απεργία αλληλεγγύης.

-- Η απαγόρευση της απεργίας που έχει πολιτικά αιτήματα, που ως τέτοια εννοούνται αιτήματα που απευθύνονται για την ικανοποίησή τους στην κυβέρνηση.

-- Ο αντιδραστικός - αντεργατικός νόμος 330/1976, ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα για τους ναυτεργάτες.

-- Η κήρυξη της απεργίας μόνο από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις για δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους ΟΤΑ.

-- Ο νόμος 2224/1994, που με την προϋπόθεση για δημόσιο διάλογο πριν από την κήρυξη απεργίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θέτει εμπόδια στην πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων.

-- Η κατ' εξαίρεση - ακόμη και αυθημερόν - συζήτηση των αγωγών της εργοδοσίας για να κηρυχθεί μία απεργία παράνομη και καταχρηστική, παρά την τυπική απαγόρευση της άσκησης ασφαλιστικών μέτρων.

Οι περιορισμοί και τα εμπόδια που θέτει ο νόμος 1264 δεν λειτουργούν στο κενό. Αποτελούν όπλα στα χέρια της εργοδοσίας για να ασκεί τη δική της, ταξική τρομοκρατία μέσα στις επιχειρήσεις. Οι εκβιασμοί που εκτοξεύονται στους εργαζόμενους όταν πρόκειται να απεργήσουν, οι απολύσεις πρωτοπόρων εργατών που πρωτοστατούν στους αγώνες και στην οργάνωση της εργατικής τάξης, ακόμα και εκλεγμένων συνδικαλιστών, που υποτίθεται ότι προστατεύονται από τη νομοθεσία (με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, βέβαια, να έχει ήδη νομοθετήσει τη διεύρυνση των «λόγων απόλυσης» συνδικαλιστών), είναι συνήθης πρακτική των εργοδοτών.

Και όταν οι εργάτες και τα συνδικάτα τους, περνώντας μέσα από τα «σαράντα κύματα» της αστικής νομοθεσίας, αντιμετωπίζοντας την εργοδοσία, τους εκβιασμούς και την τρομοκρατία της, φτάνουν τελικά στην πραγματοποίηση απεργιών, έρχεται η «τυφλή» αστική Δικαιοσύνη και τις βγάζει παράνομες ή/και καταχρηστικές. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά το 1974, οι 9 στις 10 απεργίες έχουν βγει παράνομες ή/και καταχρηστικές.

Τους έδωσε και την «ανταπεργία»

Μέσα σε αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση που διαμόρφωσαν αστικές κυβερνήσεις και κεφάλαιο, για να περιφρουρήσουν τα καπιταλιστικά κέρδη, φέρνει σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το νέο αντιαπεργιακό χτύπημα ως απαραίτητο «προαπαιτούμενο» για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας και της ανάκαμψης των κερδών του κεφαλαίου.

Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, ήδη από το περασμένο καλοκαίρι, με το νόμο με τον οποίο έκλεισε η δεύτερη «αξιολόγηση» (ν. 4472/2017), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ενίσχυσε ακόμα παραπέρα το οπλοστάσιο του κεφαλαίου απέναντι στις απεργίες των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 20 του εν λόγω νόμου δίνεται έμμεση νομιμοποίηση στην εργοδοσία να εφαρμόζει την ανταπεργία («λοκ άουτ»), καθώς θεσπίστηκε διάταξη που προβλέπει η ίδια διαδικασία «ταχείας εκδίκασης» εργοδοτικών προσφυγών στα δικαστήρια ενάντια στη νομιμότητα απεργιών, να εφαρμόζεται και για «διαφορές που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα σε περίπτωση κήρυξης απεργίας».

Δηλαδή, με τις ίδιες «fast track» διαδικασίες που κρίνουν παράνομες και καταχρηστικές τις περισσότερες απεργίες, ο εργοδότης θα μπορεί να επικαλείται το εν λόγω άρθρο του Αστικού Κώδικα και να εξασφαλίζει να μην πληρώνει μισθό σε όσους εργαζόμενους δεν απεργούν - κατά τη διάρκεια μιας απεργίας στην επιχείρηση - ασκώντας με τον τρόπο αυτό επιπλέον πίεση στους απεργούς. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα οιονεί «λοκ άουτ», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους αγώνες των εργαζομένων.

Το αντεργατικό πατρόν γράφει στην ούγια ΕΕ

Οι νέες αντιαπεργιακές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, βέβαια, δεν αποτελούν δική της ανακάλυψη. Το χτύπημα της απεργίας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της στρατηγικής του κεφαλαίου σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, έχει την υπογραφή των οργάνων της ΕΕ με τις αντίστοιχες κατευθύνσεις τους.

Απ' αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) για την απεργία, η οποία δεσμεύει τα δικαστήρια των κρατών - μελών. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και φυσικά το δικαίωμα της απεργίας υποχωρούν, με πρόσχημα την «αρχή της αναλογικότητας», απέναντι στην ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου που αποτελεί την πεμπτουσία του ευρωενωσιακού Δικαίου.

Αποφάσεις - σταθμός είναι οι αποφάσεις στις υποθέσεις «Viking» και «Laval», που έκριναν παράνομες τις απεργίες των Σουηδών οικοδόμων και των Φινλανδών ναυτεργατών ενάντια στα μέτρα για την απόσπαση εργαζομένων, που παρέχουν τη δυνατότητα στους μονοπωλιακούς ομίλους της ΕΕ να δηλώνουν ως έδρα χώρες της ΕΕ με το χαμηλότερο επίπεδο μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων, ώστε απασχολώντας το εργατικό δυναμικό των χωρών αυτών στις χώρες παροχής υπηρεσιών, να αποκομίζουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων αυτών.

Οι συγκεκριμένες απεργίες κρίθηκαν παράνομες επειδή παραβίαζαν τη «θεμελιώδη ελευθερία» που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες της ΕΕ, την ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου και συναφώς τα «θεμελιώδη δικαιώματα» που θεσπίστηκαν και κατοχυρώθηκαν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δηλαδή το «δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων» και το «δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων» στα κράτη - μέλη της ΕΕ.

Θυμίζουμε ότι με την επίκληση των ίδιων ελευθεριών για το κεφάλαιο, η κυβέρνηση νομοθέτησε και την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων για τους μεγάλους καπιταλιστικούς ομίλους.

Εξίσου χαρακτηριστικά για τη γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου στο απεργιακό δικαίωμα σε όλες τις χώρες της ΕΕ είναι και τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν την προηγούμενη βδομάδα στον «Ριζοσπάστη» (3/12/2017), όπως αυτά αποτυπώθηκαν από τους ομιλητές σε εκδήλωση του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ, Κ. Παπαδάκη: Από τους εδώ και δεκαετίες θεσμοθετημένους νόμους περί «εργασιακής ειρήνης» στη Σουηδία που απαγορεύουν τις απεργίες όταν υπάρχει υπογεγραμμένη συλλογική σύμβαση, μέχρι τις ρυθμίσεις για τις λεγόμενες «ελάχιστες υπηρεσίες» (service minimum) με τις οποίες χτυπιέται το απεργιακό δικαίωμα στο Βέλγιο. Και από τον «Trade Union Act» του 2016 στη Βρετανία που, μεταξύ άλλων, απαιτεί αυξημένη συμμετοχή στις απεργιακές αποφάσεις και ειδοποίηση του εργοδότη 14 μέρες πριν από την απεργία (!), μέχρι τη συζήτηση περί «επανακαθορισμού» του πλαισίου κήρυξης των απεργιών στην Ιταλία.

Απέναντι στην ενιαία αντεργατική επίθεση του κεφαλαίου, οι εργαζόμενοι πρέπει να αντιτάξουν τη δική τους ενιαία ταξική πάλη, για την αταλάντευτη υπεράσπιση του απεργιακού δικαιώματος, για να καταργούνται στην πράξη όλες οι προσπάθειες των μονοπωλίων για το ξήλωμά του, παλιές και νέες.


Γ. Ζαχ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ