Η ανάπτυξη που υπηρετεί τα κέρδη, σπέρνει τον καρκίνο στους εργαζόμενους και στους κατοίκους της περιοχής
Το RDF, που αποτεφρώνεται στους τσιμεντοκλιβάνους της «ΑΓΕΤ Ηρακλής», είναι προϊόν της μηχανικής επεξεργασίας αποβλήτων, με υψηλό ποσοστό πλαστικών και βαρέων μετάλλων. Ετσι, η καύση του οδηγεί σε εκπομπές εξαιρετικά επικίνδυνων αέριων ρύπων, που ευθύνονται για καρκινογενέσεις και άλλες σοβαρές βλάβες στον ανθρώπινο οργανισμό.
Η καύση σκουπιδιών από τις τσιμεντοβιομηχανίες (και όχι μόνο) είναι μια χρυσοφόρα δεξαμενή άντλησης κερδών για το μεγάλο κεφάλαιο, στο πλαίσιο της λεγόμενης «κυκλικής οικονομίας» της ΕΕ. Με την παραγωγή Ενέργειας μέσω της καύσης σκουπιδιών, στόχος είναι να μειώσουν το ενεργειακό κόστος και να εξασφαλίσουν φτηνές πρώτες ύλες, σε βάρος της δημόσιας υγείας.
Η απελευθέρωση αυτής της αγοράς, όπως και της Ενέργειας συνολικά, άνοιξε λεωφόρους κερδοφορίας για τους ομίλους. Οι Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα, η ανάθεση σε επιχειρηματικούς ομίλους της διαχείρισης των απορριμμάτων, έχουν ως αποκλειστικό στόχο να εξασφαλίζονται νέα πεδία κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις, θυσιάζοντας την Υγεία του λαού και φυσικά το περιβάλλον.
Eurokinissi |
Παράλληλα, με τον τετραπλασιασμό των ορίων, η βιομηχανία αδειοδοτήθηκε να καίει ένα κοκτέιλ χιλιάδων τόνων ΠΕΤ-ΚΟΚ και των ονομαζόμενων «εναλλακτικών» απορριμματικών καυσίμων, σε ποσότητα που αναλογεί στο 1/6 αυτής που καίγεται σε ολόκληρη την ΕΕ! Συνολικά, η ΑΓΕΤ έχει αδειοδοτηθεί να καίει στον Βόλο το 85% του συνόλου των «απορριμματικών καυσίμων» που προβλέπονται από το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) για ολόκληρη την Ελλάδα.
Σήμερα, η κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται να πλειοδοτήσει σ' αυτήν την αντιλαϊκή πολιτική, με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κ. Χατζηδάκη να αναδεικνύει πρόσφατα την ανάγκη για «εφαρμογή ενεργειακά αποδοτικών τεχνικών με στόχο την ανάκτηση Ενέργειας από απόβλητα», δηλαδή από την καύση απορριμμάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς επίσης για την παραγωγή τσιμέντου.
Αλλά και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τις αδειοδοτήσεις που έδωσε στην ΑΓΕΤ, υπεραμύνονταν της πολιτικής της ΕΕ για την αξιοποίηση «εναλλακτικών καυσίμων» στην τσιμεντοβιομηχανία, με το επιχείρημα ότι «αποτελεί στοιχείο της ορθής πολιτικής διαχείρισης αποβλήτων», ότι τάχα «μειώνει σημαντικά τους ρύπους σε σύγκριση με τα σημερινά χρησιμοποιούμενα καύσιμα», ότι βελτιώνει την παραγωγικότητα, μειώνει το κόστος, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της τσιμεντοβιομηχανίας και ότι τελικά στηρίζει την εργασία σε αυτό τον κλάδο.
Οσο για τον περιφερειάρχη Θεσσαλίας, Κ. Αγοραστό, εκλεγμένο με τη ΝΔ, στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου προσπάθησε να πετάξει το μπαλάκι στην εκάστοτε κυβέρνηση. Η στάση του όμως είναι υποκριτική, αφού με βάση τον Περιφερειακό Σχεδιασμό Διαχείρισης Απορριμμάτων προβλέπεται να παράγεται SRF/RDF χιλιάδων τόνων στις Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων στους ΧΥΤΑ Βόλου, Λάρισας και Τρικάλων - Καρδίτσας, και αυτά να καίγονται στις βιομηχανίες, όπως η ΑΓΕΤ.
Αλλά και ο δήμαρχος του Βόλου, Αχ. Μπέος, φέρει ευθύνες, αφού στο παρελθόν έφτασε να οργανώσει ημερίδα, όπου με επιχειρηματικό οίστρο υπερασπίστηκε την επιλογή της παραγωγής SRF στη Μονάδα Επεξεργασίας Αποβλήτων.
Τους τελευταίους μήνες, κάτω και από την πίεση των μαζικών λαϊκών αντιδράσεων, όπου πρωτοστατούν σωματεία και φορείς της περιοχής, «φοριέται» πολύ το επιχείρημα της «νομιμότητας», το κατά πόσο δηλαδή η εταιρεία λειτουργεί εντός του προβλεπόμενου πλαισίου για την καύση σκουπιδιών. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια να εξωραϊστεί και να μείνει στο απυρόβλητο η καύση, συνολικά η διαχείριση των απορριμμάτων με κριτήριο τα κέρδη, μεταφέροντας την αντιπαράθεση στο αν και ποιος ελέγχει την εταιρεία, αν οι ρύποι που εκπέμπει είναι εντός ορίων και άλλα.
Ομως, οι διοξίνες, τα φουράνια και τα υπόλοιπα επικίνδυνα κατάλοιπα που παράγονται σε γιγαντιαίες ποσότητες δεν χωρίζονται σε «νόμιμα» και «μη νόμιμα». Την ίδια θανατηφόρα επίπτωση έχουν!
Οι έλεγχοι που γίνονται και η τήρηση της «νομιμότητας» στηρίζονται στις κατευθύνσεις της ΕΕ και στους νόμους των κυβερνήσεών της, που έχουν για θεό την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Πρόκειται για νόμους και περιβαλλοντικές μελέτες που αλλάζουν κατά το δοκούν, με ελαστικά κριτήρια, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ομίλων.
Αλλωστε, τα «όρια ρύπων και επικίνδυνων ουσιών» στην ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν στοχεύουν στην προστασία της υγείας του λαού, αλλά αποτελούν βάση για τον συμψηφισμό της με την ανταγωνιστικότητα των καπιταλιστικών ομίλων.
Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της αντίληψης είναι η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που σημαίνει ότι δίνεται στα μονοπώλια η δυνατότητα, ακόμη και όταν δεν τηρούν τους όρους και τα (αμφισβητούμενα ούτως ή άλλως) όρια, να μπορούν να «αγοράζουν» ρύπους, συνεχίζοντας ανενόχλητα να μολύνουν το περιβάλλον και να απειλούν τη δημόσια υγεία.
Γι' αυτό, άλλωστε, στις αλλεπάλληλες Ερωτήσεις της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ στην Κομισιόν για την καύση σκουπιδιών στον Βόλο, ο κοινός παρονομαστής όλων των απαντήσεων ήταν ότι «όλα είναι καλώς καμωμένα»... Γιατί είναι ακριβώς αυτή η ευρωενωσιακή νομοθεσία, που στο όνομα των «μη κανονικών συνθηκών λειτουργίας» προβλέπει απεριόριστες υπερβάσεις στα όρια των ρύπων, συνολικά 60 ωρών το χρόνο ανά τσιμεντοκλίβανο και για κάθε είδους ρύπο χωριστά!
Με βάση την ίδια νομοθεσία της ΕΕ, δεν παίρνεται επίσης υπόψη η τεράστια ποσότητα καπναερίων, άρα και των επικίνδυνων ρύπων, σε μια ιδιαίτερα επιβαρυμένη περιοχή όπως του Βόλου και της Αγριάς...
Το παράδειγμα της ΑΓΕΤ στον Βόλο επιβεβαιώνει την ανάγκη ο αγώνας της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, των νέων των εργατικών - λαϊκών οικογενειών για την προστασία της υγείας τους και του περιβάλλοντος να σημαδέψει τον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο και την ανάπτυξη που υπηρετεί τα κέρδη του. Αυτή είναι η αιτία για την όξυνση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και για τη χειροτέρευση της ζωής του λαού.
Αυτός ο αγώνας χρειάζεται να βάλει στο επίκεντρο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, που προϋποθέτει ρήξη με τους στόχους και τους «αναπτυξιακούς» σχεδιασμούς του κεφαλαίου, πάλη για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης, όπου τα κλειδιά της εξουσίας και της οικονομίας θα βρίσκονται στα χέρια του λαού, όχι των μονοπωλίων.