Τρίτη 14 Γενάρη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΙΒΩΤΙΔΗΣ
Το Νομικό Δίκαιο στην υπηρεσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής

Νομιμοποιώντας τα σύγχρονα δεσμά των εργαζομένων και παρουσιάζοντάς τα ως μια αναγκαιότητα που ανάγεται στην ανθρώπινη φύση

Ο Δ. Κιβωτίδης μίλησε για το ρόλο της νομικής επιστήμης στην αστική κοινωνία, στη θωράκιση της αστικής εξουσίας και την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά και για τα χαρακτηριστικά της νομικής επιστήμης από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Οπως τόνισε, σήμερα «η νομική επιστήμη κατά κύριο λόγο στοχεύει στην εκπαίδευση και κατάρτιση του προσωπικού του αστικού δικαιικού μηχανισμού - δικαστικού, νομοθετικού αλλά και νομοεφαρμοστικού» και γι' αυτό οι νομικές σχολές ανά την Ευρώπη εστιάζουν στη λεγόμενη «νομική δογματική», «τη μελέτη δηλαδή των ισχυουσών νομικών διατάξεων και της νομολογίας των δικαστηρίων που τις ερμηνεύει», ενώ «περιθωριοποιούνται» η Φιλοσοφία, η Ιστορία, η Κοινωνιολογία του Δικαίου.

Ταυτόχρονα, η «ανάπτυξη θεωρητικής επεξεργασίας του δικαίου» στον καπιταλισμό περιέχει και αντιεπιστημονικά στοιχεία, που διαστρεβλώνουν ή σκόπιμα συσκοτίζουν τα κοινωνικά φαινόμενα.

Ως παράδειγμα ανέφερε τη «θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, στις απαρχές του αστικού κράτους τον 18ο αιώνα, όπου πηγή ισχύος του εκάστοτε πολιτικού σχηματισμού είναι μια συμφωνία μεταξύ όλων των ατόμων να αναθέσουν την προστασία των δικαιωμάτων τους σε μια δύναμη κυρίαρχη, το κράτος», συσκοτίζοντας «την ύπαρξη κοινωνικών τάξεων και την ταξική φύση του κράτους».

«Ειδικότερα στις θεωρητικές - ανθρωπιστικές επιστήμες, που ασχολούνται με τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών, τα αντιεπιστημονικά στοιχεία, που συσκοτίζουν τα ταξικά χαρακτηριστικά των φαινομένων αυτών, είναι πολύ πιο ισχυρά. Αυτό είναι λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι οι βασικές αιτίες και οι νόμοι κίνησης της κοινωνίας βρίσκονται στη σφαίρα των παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή των ταξικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αλλά είναι αδύνατο να φέρουμε εις πέρας μια επιστημονική έρευνα χωρίς τελικά να αναδειχθεί η αλήθεια για την προνομιακή θέση της εκμεταλλεύτριας τάξης και για τον αντιφατικό και παροδικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης», τόνισε.

Νομιμοποιώντας τα σύγχρονα δεσμά των εργαζομένων και παρουσιάζοντάς τα ως μια αναγκαιότητα που ανάγεται στην ανθρώπινη φύση, «χαρακτηριστικό στοιχείο της νομικής ιδεολογίας, απαραίτητο για την εδραίωση και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι η ιδέα της τυπικής ισότητας ενώπιον του νόμου», είπε και πρόσθεσε:

«Η ίδια η παραγωγή υπεραξίας και η κάρπωση αυτής από τον καπιταλιστή στηρίζονται στη φορμαλιστική απεικόνιση της σχέσης μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη ως μιας σχέσης μεταξύ δύο ίσων μερών». Και τόνισε πως «το Εργατικό Δίκαιο είναι ένα σύνολο κανόνων Δικαίου που αναγνωρίζει τη βαθιά ανισότητα της εργασιακής σχέσης στον καπιταλισμό», ενώ «κερδήθηκε με αιματηρούς αγώνες της εργατικής τάξης εδώ και 200 χρόνια».

«Η νομική δογματική επιστήμη προσεγγίζει ανιστόρητα το εργατικό Δίκαιο. Το προβάλλει από τη μία ως απόδειξη της ουδετερότητας του αστικού κράτους και από την άλλη ως ένα απλό κομμάτι του αστικού Δικαίου, δηλαδή του Δικαίου μεταξύ ιδιωτών», συνέχισε, αναφέροντας ως παράδειγμα το συνδικαλιστικό δικαίωμα, το οποίο στη νομική επιστήμη προσεγγίζεται ως μια μορφή του δικαιώματος του «συνεταιρίζεσθαι». «Το συνδικαλιστικό δικαίωμα, όμως, είναι μια ιδιαίτερη εκδήλωση του συνεταιρίζεσθαι στο χώρο εργασίας. Αναφέρεται στη σχέση μεταξύ δύο εξαιρετικά άνισων μερών, η οποία αναγνωρίστηκε νομικά - όχι παντού και ούτε πάντα - μέσω της ταξικής πάλης».

«Αρκεί να σκεφτούμε το παράδειγμα των "συμβολαίων εργασίας" που συνάπτουμε πολλοί από εμάς εδώ στην Βρετανία, όπου "συμφωνούμε" ότι το Εργατικό Δίκαιο δεν ισχύει στην περίπτωσή μας. Λες και είμαστε ίσα κι όμοια με τον εργοδότη μας. Λες και είναι επιλογή μας. Λες και εκκινούν τα δύο μέρη της σύμβασης από την ίδια προνομιακή θέση», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Αναφέρθηκε επίσης στις αντιδραστικές προεκτάσεις της αστικής θεωρίας του Δικαίου, όπως αυτές αναδείχθηκαν στην εισήγηση της εισαγγελέα «να αντιμετωπιστεί η ναζιστική Χρυσή Αυγή ως άλλο ένα κόμμα της αστικής δημοκρατίας (...) Σύμφωνα με την εισαγγελέα, η ναζιστική ιδεολογία είναι ποινικά αδιάφορη. Το μόνο που ενδιαφέρει το δικαστήριο είναι η ποινική δράση των κατηγορουμένων. Αυτό βέβαια δεν ισχύει στις περιπτώσεις που η ίδια η ιδεολογία είναι ποινικά κολάσιμη. Μόνο που ιστορικά το αστικό κράτος αντιμετώπισε ως ποινικά κολάσιμη σχεδόν αποκλειστικά τη μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία, π.χ. "Ιδιώνυμο" στην Ελλάδα, μακαρθική νομοθεσία στις ΗΠΑ, αντικομμουνιστική νομοθεσία σε χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, ανιστόρητα ψηφίσματα της ΕΕ».

Η νομική επιστήμη από την πλευρά της εργατικής τάξης «θα πρέπει να εμπνέεται από την έννοια του δικαίου που βρίσκουμε στο σύνθημα "νόμος είναι το δίκιο του εργάτη και όχι τα κέρδη του κεφαλαιοκράτη"», σημείωσε, υπογραμμίζοντας το καθήκον του νομικού επιστήμονα «να αναδεικνύει ότι στον καπιταλισμό νόμος θα είναι πάντα το κέρδος του κεφαλαιοκράτη», στο όνομα του «γενικού συμφέροντος», της «ανάπτυξης» κ.λπ.

Και καταλήγοντας τόνισε ότι «είναι καθήκον του ταξικού νομικού επιστήμονα να συνδέσει το δίκιο του εργάτη με την έννοια των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών», να αναδείξει ερωτήματα όπως: «Μπορούν να πραγματωθούν οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα; Οι ανάγκες για σίτιση, στέγαση, περίθαλψη, δημόσια και δωρεάν Εκπαίδευση, για εργασία που αξιοποιεί και αναπτύσσει τις δεξιότητες, για ξεκούραση, για συμμετοχή στις πολιτικές και πολιτιστικές διαδικασίες, με άλλα λόγια η ανάγκη για πολύπλευρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας;».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ