Σάββατο 4 Μάη 2002 - Κυριακή 5 Μάη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Τοπική Αυτοδιοίκηση και αγροτική οικονομία

Μαζική ήταν η συμπαράσταση στον αγώνα των αγροτών, των οικογενειών τους αλλά και των άλλων εργαζομένων
Μαζική ήταν η συμπαράσταση στον αγώνα των αγροτών, των οικογενειών τους αλλά και των άλλων εργαζομένων
Ποια είναι η σχέση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την αγροτική οικονομία; Το ερώτημα προκύπτει από το γεγονός ότι μια σειρά αρμοδιότητες του κράτους μεταφέρονται στην Αυτοδιοίκηση, στο όνομα της λεγόμενης αποκέντρωσης και της καλύτερης, υποτίθεται, εξυπηρέτησης των λαϊκών στρωμάτων σχετικά με τις παρεχόμενες προς αυτά υπηρεσίες. Βεβαίως, η συγκεκριμένη λογική είναι παραπλανητική, όσο και αν φαντάζει ως «φροντίδα του κράτους» για τη βελτίωση της ζωής των απλών ανθρώπων του μόχθου. Γιατί, μπορεί η Αυτοδιοίκηση ως θεσμός, θεωρητικά, να βρίσκεται πιο κοντά στα προβλήματα και τις ανάγκες των λαϊκών μαζών, να τις γνωρίζει καλύτερα, αν και αυτό είναι επίσης σχετικό. Δεν παύει όμως ως θεσμός του αστικού κράτους, να λειτουργεί και να δρα στα πλαίσια που αυτό καθορίζει και αυτή είναι η πραγματικότητα. Επομένως, το πρόβλημα δε βρίσκεται στο εάν και κατά πόσο ένας θεσμός είναι «κοντά» στον απλό λαό και εκφράζει το ενδιαφέρον του, δρα για τα προβλήματά του, αλλά αν η πολιτική που προωθεί και εφαρμόζει αντιμετωπίζει προβλήματα και ανάγκες από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, ή από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Και αυτό το ζήτημα κρίνεται, βεβαίως, από το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και περιεχομένου του θεσμού της Αυτοδιοίκησης, (είναι αντιλαϊκό), αλλά επειδή ο συγκεκριμένος θεσμός εκλέγεται άμεσα από το λαό, ο συσχετισμός δύναμης στα όργανά του παίζει σημαντικό ρόλο, στον προσανατολισμό της δράσης του υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.

Η Αυτοδιοίκηση, και μάλιστα η Νομαρχιακή, έχει άμεση σχέση με την αγροτική οικονομία, με την αγροτιά και την επιδίωξη ξεκληρίσματος των φτωχών και μεσαίων νοικοκυριών σε όφελος των μεγάλων καπιταλιστικών γεωργοκτηνοτροφικών και ιχθυοαλιευτικών επιχειρήσεων. Το περιεχόμενο της δράσης είναι προσανατολισμένο στη διαχείριση της πραγματικότητας που διαμορφώνεται από την εφαρμοζόμενη πολιτική στην αγροτική οικονομία, η οποία βεβαίως βασίζεται στις κατευθύνσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, και των Κανονισμών της ΕΕ.

Σ' αυτά τα πλαίσια, καταργήθηκε η κρατική παραγωγή γενετικού και πολλαπλασιαστικού υλικού και ένα μικρό μέρος αυτού του αντικειμένου πέρασε στις ιδιωτικές εταιρίες και στους συνεταιρισμούς, ενώ το μεγαλύτερο μέρος καλύφθηκε με εισαγωγές που κάνουν διάφορες πολυεθνικές.

Καταργήθηκε το παραγωγικό τμήμα της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων (ΥΕΒ). Διαλύθηκαν βασικοί αγροτικοί οργανισμοί, όπως βάμβακος, καπνού, σταφίδας, γάλακτος, ελαιολάδου κ.ά. και το διαχειριστικό τους αντικείμενο συγκεντρώθηκε στο νέο διαχειριστικό Οργανισμό ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμός Πληρωμής και Ελέγχου Κοινοτικών Επιδοτήσεων, Προσανατολισμού και Εγγυήσεων), ενώ το όποιο παραγωγικό, αναπτυξιακό τους αντικείμενο καταργήθηκε.

Εκφυλίστηκε και διαλύθηκε η γεωτεχνική διεύθυνση της ΑΤΕ, που σαν αντικείμενό της είχε την τεχνοοικονομική στήριξη του αγρότη στις επενδύσεις που έκανε στο νοικοκυριό του.

Ιδιωτικοποιήθηκε, όσον αφορά στη λειτουργία του το ΕΘΙΑΓΕ (Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικών Ερευνών), το οποίο έχει συγκεντρώσει όλα τα αγροτικά Ινστιτούτα Ερευνας και τις υπηρεσίες του πλέον δεν τις παρέχει δωρεάν στους αγρότες και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά επί πληρωμή, παρά το γεγονός ότι το ίδρυμα αυτό επιχορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η λειτουργία της αιρετής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, (ΝΑ), συνέπεσε με την ολοκλήρωση σχεδόν όλων των παραπάνω αναδιαρθρώσεων.

Οι Διευθύνσεις Γεωργίας και Κτηνιατρικής μεταφέρθηκαν στη ΝΑ. Εχουν δε ένα διαχειριστικό αντικείμενο που λειτουργεί με «οριζόντιες» (γενικού χαρακτήρα) υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους των κεντρικών κρατικών διαχειριστικών οργανισμών, με αποτέλεσμα ο ρόλος των εκλεγμένων σ' αυτήν να είναι προσανατολισμένος κυρίως στον έλεγχο της έγκαιρης υλοποίησης των αποφάσεων του Υπ. Γεωργίας και των εγκυκλίων των κεντρικών διαχειριστικών οργανισμών.

Η ΝΑ δεν έχει κανένα λόγο στα κριτήρια και στα παραστατικά καταβολής των κοινοτικών επιδοτήσεων στα αγροτικά προϊόντα, στο ύψος αυτών των επιδοτήσεων, στους τρόπους ελέγχου και πληρωμής τους. Στα προγράμματα νέων αγροτών. Στα επενδυτικά προγράμματα των σχεδίων βελτίωσης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων των μεμονωμένων αγροτών. Στα προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης κ.ά. Αυτό που κάνουν είναι να εφαρμόζουν έγκαιρα τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης.

Εχει μόνο γνωμοδοτικό ρόλο για τις επενδύσεις μονάδων μεταποίησης αγροτικών προϊόντων από αγροτικούς συνεταιρισμούς ή ιδιωτικές εταιρίες, ενώ την κεντρική επιλογή αυτών των επενδύσεων την κάνει η Κεντρική Διοίκηση και την τελική έγκριση η αρμόδια υπηρεσία της ΕΕ.

Αυτό το πλαίσιο λειτουργίας και το περιεχόμενό τους, δηλαδή ο περιορισμένος διαχειριστικός ρόλος των Διευθύνσεων Γεωργίας και Κτηνιατρικής και η λειτουργική τους εξάρτηση από την Κεντρική Διοίκηση δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να μεταφέρει μέρος των ευθυνών της στη ΝΑ, να την κάνει συμμέτοχη και συνένοχη στην εφαρμογή της πολιτικής της, αποπροσανατολίζοντας, ταυτόχρονα, τους αγρότες για το ποιος έχει την κύρια πολιτική ευθύνη. Βεβαίως, για το αν και κατά πόσο η ΝΑ είναι συνυπεύθυνη, εξαρτάται από το ποιες δυνάμεις βρίσκονται στη διοίκηση του θεσμού και αν αντιπαλεύουν αυτή την πολιτική για την αγροτική οικονομία, αλλά και τον ίδιο το χαρακτήρα και το ρόλο του θεσμού.

Τα τελευταία χρόνια με προγραμματικές συμβάσεις το Υπ. Γεωργίας διαθέτει στη Νομαρχιακή και Δημοτική Αυτοδιοίκηση τη διαχείριση δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων, τα οποία με τη σειρά τους οι Νομαρχιακές και Δημοτικές Αυτοδιοικήσεις τα παραχωρούν σε ιδιωτικές εταιρίες. Ετσι ιδιωτικοποιούνται δημόσια δάση σε όφελος της κερδοσκοπίας του ιδιωτικού κεφαλαίου και σε βάρος λαϊκών στρωμάτων.

Στην πρόθεση της κυβέρνησης είναι η μετατροπή των ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ (Τοπικών και Γενικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων) σε ανώνυμες εταιρίες και μεταφορά τους στη ΝΑ, για να λειτουργήσουν ανταποδοτικά με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, όπως φαίνεται από σχετικά νομοσχέδια, τα οποία ακόμα δεν έχουν προωθηθεί.

Στις αρμοδιότητες της Δημοτικής Αυτοδιοίκησης που αφορούν στην αγροτική οικονομία, υπάγεται η επίστρωση και συντήρηση των αγροτικών δρόμων με κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως και κάποιες επενδύσεις από διάφορα οριζόντια κοινοτικά προγράμματα, όπως το Λίντερ. Η αξιοποίηση όμως αυτών των προγραμμάτων γίνεται υποχρεωτικά με τη δημιουργία αναπτυξιακών εταιριών από τη Δημοτική Αυτοδιοίκηση, οι οποίες αναθέτουν την υλοποίηση και διαχείριση αυτών των επενδύσεων σε ιδιωτικές εταιρίες, με αποτέλεσμα οι δραστηριότητες αυτές να αποτελούν κερδοσκοπικό αντικείμενο ιδιωτικών εταιριών. Παρόμοιες αναπτυξιακές εταιρίες κάνει και η ΝΑ για διάφορα αντικείμενα, όπως το ΟΣΔΕ, (Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Επιδοτήσεων), που ανατίθεται σε ιδιωτικές εταιρίες.

Τελευταία, δραστηριότητα στην αγροτική οικονομία αναπτύσσουν και οι αγροτικοί Καποδιστριακοί Δήμοι, με την πρόσληψη 500 Γεωτεχνικών, ο ρόλος των οποίων δεν περιορίζεται στην κατασκευή και συντήρηση του δημοτικού πρασίνου, αλλά αναπτύσσεται κυρίως στην εκλαΐκευση των κοινοτικών κανονισμών στους δημότες -αγρότες, με στόχο την καλύτερη εφαρμογή της ΚΑΠ, συγκαλύπτοντας τον αντιαγροτικό της χαρακτήρα. Προπαγανδίζονται απ' αυτούς συνειδητά και μεθοδευμένα, ως ωφέλιμα για τους αγρότες, τα κίνητρα, οι επιδοτήσεις και τα κονδύλια διαφόρων κοινοτικών προγραμμάτων και κανονισμών, ενώ ταυτόχρονα αποσιωπώνται παντελώς οι αντιαγροτικοί στόχοι αυτών των προγραμμάτων και κανονισμών.

Ως προς αυτό επικαλούνται το γεγονός ότι οι κανονισμοί και τα προγράμματα αυτά είναι δεδομένα και πρέπει να εφαρμοστούν. Η αλλαγή τους, προς το συμφέρον των μικρομεσαίων αγροτών, δεν εξαρτάται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι η ενημέρωση και η τεχνική βοήθεια των αγροτών, για να εφαρμόσουν με τέτοιο τρόπο τους κανονισμούς, που να μεγιστοποιούνται τα οφέλη από τα θετικά τάχα στοιχεία των κανονισμών και προγραμμάτων και να περιορίζονται οι αρνητικές συνέπειες από τους αντιαγροτικούς στόχους. Απ' αυτό γίνεται καθαρό ότι στα πλαίσια της διαχειριστικής λογικής, συμβάλλουν στην υποταγή στην ΚΑΠ, αποπροσανατολίζουν τους αγρότες, καλλιεργούν τη μοιρολατρία και εμποδίζουν την ανάπτυξη των αγώνων τους για την ανατροπή της ΚΑΠ.

Μια Αυτοδιοίκηση που θα αποκάλυπτε το ρόλο των Κοινοτικών Προγραμμάτων και Κανονισμών σαν μηχανισμών υλοποίησης της αντιαγροτικής ΚΑΠ και ταυτόχρονα θα συνέβαλε στο μέτρο των δυνατοτήτων της, στην οργάνωση της πάλης για να ανατραπεί, στο σύνολό της, η αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων, θα ήταν ένα σημαντικό στήριγμα για τη μικρομεσαία αγροτιά.

Βεβαίως, μια αγωνιστική Νομαρχιακή και Δημοτική Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί από μόνη της να αποτρέψει την εφαρμογή αυτής της αντιαγροτικής πολιτικής. Μπορεί όμως να αποκαλύψει το χαρακτήρα της και τους υπεύθυνους στους μικρομεσαίους αγρότες, να συμβάλλει και να συμμετέχει στις αγροτικές κινητοποιήσεις. Αυτή η δραστηριότητα θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια για την ανάδειξη από τους μικρομεσαίους αγρότες αιρετών στις διοικήσεις της Νομαρχιακής και Δημοτικής Αυτοδιοίκησης. Θα έχουν ένα ακόμη γερό στήριγμα, όπλο, στην πάλη τους για την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής.


Σ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ