Κύριε Πάγκαλε, τριάντα και βάλε παιδιά, όλα όμορφα και σοβαρά, πλυμένα και καθαρά, με τις φωνές τους, με τις κινήσεις τους, με τις μουσικές τους και, προπαντός, με τη σιγουριά ότι ο κόσμος τούς ανήκει, στήθηκαν απέναντι στους γονείς τους και στους φίλους τους και ξεδίπλωσαν με λιτότητα τη ζωή και το έργο του Μάνου Λοΐζου. «Στον πόλεμο πάει ο Τζο», «Το ακορντεόν», «Δέκα παλικάρια», «Πάγωσ' η τσιμινιέρα»...
Και δεν έκρυψαν τίποτα ετούτα τα παιδιά. Δεν είπαν μισόλογα για τον πολύ πρόωρα χαμένο γλυκό και αγαπημένο συνθέτη. Είπαν πως τα τραγούδια και η μουσική του Λοΐζου ήταν γερά δεμένη με το λαό και τους αγώνες του, όπως το ίδιο γερά δεμένος ήταν και ο ίδιος ο συνθέτης με το λαό και τους αγώνες του. Είπαν, δηλαδή, πως γράφεις καλύτερες μουσικές όταν αντλείς τα θέματά σου και τους ήχους σου από πηγές δοκιμασμένες.
Ομως, δυστυχισμένε, τα παιδιά, στο σύνολό τους, τραγουδάνε, ερωτεύονται, μαθαίνουν. Τα παιδιά δεν έχουν ρυτίδες, γυαλίζουν τα δέρματά τους και λάμπουν τα μάτια τους. «Σ' ακολουθώ», φωνάζουν τραγουδώντας και ακολουθούν την πορεία του συνθέτη, των συνθετών, των ποιητών, των αγωνιστών. Τέτοια σκατόπαιδα είναι. Υπέροχα!
Και αυτά, βέβαια, τα παιδιά, δεν έπεσαν απ' το φεγγάρι. Γονείς που εσύ απερίσκεπτα και επιπόλαια πρόσβαλες, τα γέννησαν. Γονείς που καθημερινά περνάνε μέσα από τις χιλιάδες παγίδες, που εσύ και το σύστημα που υπηρετείς, τους στήνετε. Γονείς που κάνουν αγώνες δρόμου για να επιβιώσουν. Γονείς που, τελικά, είναι - και πρέπει να είναι - περήφανοι για τα παιδιά τους, για τις ομορφιές που γέννησαν. Για τα παιδιά που ξέρουν να τραγουδούν: «Δέκα παλικάρια στήσανε χορό..».