Κυριακή 22 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«Τοπίο στην ομίχλη»

Ο κλασικός τρόπος αποταμίευσης προτείνεται ακόμη και στο Χρηματιστήριο της Φραγκφούρτης

Associated Press

Ο κλασικός τρόπος αποταμίευσης προτείνεται ακόμη και στο Χρηματιστήριο της Φραγκφούρτης
Προγνωστικά επί της ουσίας δεν υπάρχουν και οι προβλέψεις μάλλον ασαφείς. Η πιο σίγουρη μέθοδος, για μία χώρα σαν τη Γερμανία, μέχρι στιγμής, είναι μία, κι αυτή επισφαλής: Η αναδρομή στις τελευταίες δύο αναμετρήσεις και, κυρίως, στα χαρακτηριστικά τους. Ο νικητής των γερμανικών εκλογών ήταν ο υποψήφιος που μπορούσε να εμφανιστεί ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης του κράτους και της κυβέρνησης εννοείται, καθώς και αυτός που κέρδιζε τις ψήφους των κατοίκων της Ανατολικής Γερμανίας, που μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών έγιναν το «βαρόμετρο».

Το 1994, ο Χριστιανοδημοκράτης Χέλμουτ Κολ θα κέρδιζε έστω και πάνω στο νήμα, παρόλη τη φθορά από την παραμονή του στην εξουσία για 3 συνεχόμενες θητείες και την παταγώδη αποτυχία του να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει χρόνια πριν στους κατοίκους της Ανατολικής Γερμανίας, ότι πια θα κατοικούν σε «ανθοφόρο περιβάλλον».

Το 1998, η αυταρχική και αλαζονική συμπεριφορά του Κολ, καθώς και η βαθιά κρίση, συνδυασμένη με την ανεργία που κυρίως μάστιζε την Ανατολική Γερμανία, παρέδωσε τη σκυτάλη της εξουσίας σε ένα «νέο πρόσωπο», τον υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Γκέρχαρντ Σρέντερ, που υποσχόταν «πολλά και ωραία».

Οι εκλογές αυτές είναι ακόμη πιο αμφίρροπες και γίνονται ακόμη πιο σύνθετες, καθώς οι Γερμανοί ψηφοφόροι καλούνται σήμερα να εκλέξουν, όχι τον καγκελάριο, αλλά τη νέα σύνθεση του Ράιχσταγκ, το οποίο θα εκλέξει τελικά τον καγκελάριο. Συνεπώς, θα κριθεί συνολικά από τη δύναμη που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα.

Πολεμική ρητορική

Μέχρι πρότινος, ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU και CSU), Εντμουντ Στόιμπερ, εμφανιζόταν στα «χαρτιά», δηλαδή στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Ομως, ο Σρέντερ έβγαλε ένα κρυμμένο άσο από το μανίκι του, συνήθως πολύ ακριβού, κοστουμιού του. «Αφουγκραζόμενος» σωστά τους παλμούς της κοινής γνώμης της χώρας του, ο άσος δεν ήταν άλλος από τη ρητορική της αντίθεσης μέχρι και εναντίωσης, στα σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών για τον πόλεμο που θέλουν να εξαπολύσουν κατά του Ιράκ. Στο μεταξύ, ο Στόιμπερ, που έδειξε να «χάνει το τρένο», άργησε να εισέλθει σ' αυτό το πεδίο της αντιπαράθεσης και, όταν εισήλθε, οι παλινδρομήσεις του ήταν καταφανείς. Από τη μία, κατηγορούσε ευθέως τον Σρέντερ ότι η αντίθεσή του αυτή προκαλεί τον απομονωτισμό της χώρας του από παραδοσιακούς συμμάχους, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, αλλά, από την άλλη, δηλώνει ότι ποτέ δε θα στήριζε ένα μονομερή πόλεμο των ΗΠΑ κατά του Ιράκ και ότι σε περίπτωση που θα εκλεγόταν θα απαγόρευε ακόμη και τη χρήση των αμερικανικών βάσεων!

Με αυτή την τακτική και στρατηγική, ο Σρέντερ, όχι μόνον κατόρθωσε να ξεφύγει από την εξαιρετικά δύσκολη θέση, δηλαδή αυτή με την πλάτη στον τοίχο, αλλά υπερσκέλισε κιόλας τον αντίπαλό του, σε όλες τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων δύο εβδομάδων. Το προβάδισμά του, μικρό μεν, αλλά σταθερό, και το συμπέρασμα που συνάγεται, ένα και μοναδικό. Το γερμανικό κεφάλαιο, για την ακρίβεια μεγάλο τμήμα του γερμανικού κεφαλαίου, επ' ουδενί δε θέλει τη διεξαγωγή αυτού του πολέμου, τουλάχιστον με τους όρους που θέτουν οι ΗΠΑ. Οι επενδύσεις του στην περιοχή είναι πολλές, για να ριψοκινδυνεύσει την ανακατανομή με προνομιακούς όρους που θέτουν άλλοι.

Περισσότερες απαντήσεις επί του ακανθώδους ζητήματος του Ιράκ, θα δοθούν την 23η Σεπτέμβρη, παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα συμφέροντα ΗΠΑ και Γερμανίας, για πρώτη φορά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δε συμπίπτουν απολύτως, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αντιθέσεις, ακόμη και οξύτατες. Παρ' όλα αυτά, τίποτα επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει και ο διατλαντικός άξονας εξακολουθεί να παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Κατά τα λοιπά, οι δύο μνηστήρες του θώκου ελάχιστες διαφορές έχουν - και θα κριθούν στα σημεία, κυρίως στον οικονομικό τομέα, σε σχέση με τους μετανάστες και κυρίως με τους αντιτρομοκρατικούς νόμους, την ανεργία και, φυσικά, την κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία.

Μηδαμινές διαφορές

Κατ' αρχήν, όσον αφορά στην οικονομία. Τίποτε το θετικό δεν προοιωνίζεται. Ο ρυθμός ανάπτυξης της υποτιθέμενης «ατμομηχανής» της Ευρώπης, το δημοσιονομικό έλλειμμα και οι στατιστικές τραπεζιτικών πτωχεύσεων βρίσκονται στο χειρότερο επίπεδο εδώ και δεκαετίες και οπωσδήποτε η Γερμανία βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από πολλούς γείτονές της. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των οικονομικών παρατηρητών, ο Σρέντερ φαίνεται να έχει χάσει την εμπιστοσύνη της επιχειρηματικής κοινότητας, της οποίας δείχνει να χαίρει περισσότερο ο Βαυαρός εκλεκτός των Χριστιανοδημοκρατικών, εξαιτίας της προσωπικότητάς του, της πολιτικής του πορείας και κυρίως εξαιτίας της σταθερότητας της συντηρητικής παράταξης, αλλά και της πρότασης για τον υπουργό Οικονομικών σε περίπτωση που εκλεγεί. Πρόκειται για τον Λόταρ Σπέετ, που χαίρει εκτίμησης στην Ανατολική Γερμανία, καθώς η επιχείρηση που διευθύνει, η «Jenoptik», είναι από τις ελάχιστες βιώσιμες και αναπτυσσόμενες στην περιοχή, όπερ σημαίνει και θέσεις εργασίας.

Από την άλλη πλευρά, αν και σε γενικές γραμμές ο «κοκκινοπράσινος» κυβερνητικός συνασπισμός πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις, ορισμένες θέσεις, όπως η εισαχθείσα φορολογία στον ενεργειακό τομέα, δεν προκάλεσαν την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση εκ μέρους των επιχειρήσεων.

Για την ανεργία, την οποία απέτυχε να αντιμετωπίσει ο Σρέντερ, καθώς ο αριθμός των ανέργων παραμένει πάνω από τα 4 εκατομμύρια του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, πολύ περισσότερο, δηλαδή, από το στόχο του Σρέντερ, που ήταν κάτω από 3,5 εκατομμύρια. Και οι δύο υποψήφιοι έχουν σχεδόν ταυτόσημο πρόγραμμα για την αντιμετώπισή της, ξανά. Φοροαπαλλαγές, προκειμένου να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και περικοπές στον κοινωνικό τομέα. Βέβαια, το πρόγραμμα του Σρέντερ είναι πιο σύνθετο, καθώς έχει ενστερνιστεί το πρόγραμμα της Επιτροπής Hartz, όπου πρωταρχικός στόχος είναι η δημιουργία μεγάλου στρατού χαμηλόμισθων εργατών.

Για τους ξένους μετανάστες, η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη, ειδικά με το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί μετά την 11η Σεπτέμβρη. Οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον, ενώ και οι δύο, με εμφατικό μάλιστα τρόπο, έχουν τονίσει ότι θα μειώσουν, όχι μόνον τον αριθμό των μεταναστών που εισέρχονται στη χώρα, αλλά και τον υφιστάμενο. Ειδικά, ο Στόιμπερ έχει τονίσει σε όλους τους τόνους ότι «οποιοσδήποτε ξένος θα εκδιώκεται αμέσως, εάν υπάρχουν στοιχεία ή αποδείξεις ότι ενέχεται σε οιουδήποτε είδους εγκληματική ενέργεια», ενώ προσδοκά, σε περίπτωση που εκλεγεί, να εφαρμόσει ένα γενικό μορατόριουμ στις αιτήσεις για τους ξένους εργάτες. Επιπροσθέτως, στον πολύ σκληρό μεταναστευτικό νόμο, τον οποίο τα γερμανικά μέσα έχουν χαρακτηρίσει ως τον πλέον σκληρό από την εποχή του Βίσμαρκ...

Οσο για την Ανατολική Γερμανία, και οι δύο ελάχιστα έχουν να πουν, παρά μόνο γενικολογίες.


Χρ.Μ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ