Ο λόγος για τον άξιο ποιητή, κριτικό Θεάτρου, δοκιμιογράφο (το 1996, του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Κριτικής Δοκιμίου) Γιάννη Βαρβέρη και το τελευταίο βιβλίο του «Σωσίβια λέμβος», το οποίο κυκλοφόρησε στο τέλος του 1999, στα πλαίσια της αξιόλογης σειράς «Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί» των εκδόσεων «Καστανιώτη». Το βιβλίο είναι «καρπός» της εικοσιπενταετούς «ερωτικής» εντρύφησής του σε «πολύτιμα» για εκείνον λογοτεχνικά κείμενα και θέματα. Μια «λέμβος» των λογοτεχνικών «ταξιδιών», η οποία ποθεί να διασώσει τη «μνήμη» λογοτεχνικών κειμένων και να μεταδώσει το ποιητικό κάλλος τους, πηγαίνοντας κόντρα «στους καιρούς μας τη γη την κακή», πιστεύοντας - δικαίως, κατά τη γνώμη και της στήλης - ότι «Ποίηση στην Ελλάδα υπάρχει, και διεκδικεί εύσημα αισθητικής πρωτοπορίας, κατά τη γνώμη δε πολλών, η ξένη ποιητική παραγωγή είναι εκείνη που θέτει υποψηφιότητα σύγκρισης με τη δική μας», αφού, όπως ορθά επισημαίνει, «και οι ελάσσονές μας είναι πολλοί και πραγματικά καλοί».
Ποιητής ο ίδιος, ξέρει καλά την πικρή αλήθεια. Οτι ο καιρός μας «θέλει κρέας, ακόμα και ωμό, ακόμη κι απ' το χώρο της ποίησης», καθώς η ανομολόγητη θέση της πλειοψηφίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και των εκδοτικών οίκων είναι: «Η ποίηση ως ποίηση δε μας αφορά. Σπανίως μας χρησιμεύει ως άλλοθι(...)». Παρ' όλα αυτά, η ποίηση στην Ελλάδα «λουλούδι πείσμον κι αναίτιο, ανθίζει περισσότερο και μοσχοβολάει όσο πιο πολύ μένει απότιστο και περιφρονημένο».
Στο βιβλίο του, ο Γ. Βαρβέρης περιέλαβε σαράντα πέντε δημοσιευμένα και αδημοσίευτα δοκιμιακά κείμενά του και ομιλίες του. Κείμενα «ερωτικά», αλλά και που με στοχαστική κρίση αναφέρονται σε ποιητές και πεζογράφους μας της μεταπολεμικής γενιάς, αλλά και σημαντικούς νεότερους. Στη φύση και τη λειτουργία της λογοτεχνίας. Στη σχέση λογοτεχνίας - κοινωνίας και λογοτεχνίας - κριτικής. Στη δεοντολογία της θεατρικής κριτικής. Αλλά και σε αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων - από την πλατεία Ομονοίας, από τους ηθοποιούς συγγενείς του, από παραστάσεις που είδε και από ονομαστούς καλλιτέχνες που γνώρισε.