«... Κι απ' το θεό κινούμενος άρχισε το τραγούδι
έβγαλε, εκείθε πιάνοντας που μέρος των Αργείων
αφού τας σκηνές έκαψαν, με τα καράβια φύγανε
και άλλοι με τον ένδοξον εμένα Οδυσσέα
των Τρώων εις την αγοράν, μες τ' άλογο κρυμμένος».
«Οδύσσεια»: Μετάφραση Ι. Πολυλά
(θ΄, στ. 500 - 515).
Και δίχως να το πολυσκεφτώ ανέβηκα την ανεμόσκαλα και χώθηκα στην άδεια κοιλιά τούτου του «ξύλινου άλογου», που είχαν στήσει εδώ οι Τούρκοι, φτιαγμένο στ' αχνάρια του «Δούρειου Ιππου». Κλεισμένος τώρα μέσα σ' αυτό το κουφάρι, έφερα γύρα το βλέμμα μου και στάθηκα μπροστά στο μικρό τετράγωνο άνοιγμα κι άρχισα να σαϊτεύω τα χαλάσματα της πόλης πέρα ως πέρα. Τούτα τα ερείπια, διαλογίστηκα, ήσαν κάποτε, τα πολύ παλιά χρόνια, μια όμορφη πόλη, γιομάτη ζωή και κίνηση.
Πρωτεύουσα της Τρωάδας, στημένη από τους αποίκους Θράκες που σμίξανε με τους ντόπιους Φρύγες, τη φρόντιζαν και τη χαίρονταν ήσυχοι και γαλήνιοι. Μα μια μέρα φτάσανε οι Αχαιοί και άρχισαν ένα δεκάχρονο πόλεμο για τα μάτια της όμορφης Ελένης που είχε κλέψει απ' τον Μενέλαο της Σπάρτης ο Πάρις, ο γιος του Πρίαμου.
Οσο για την καταστροφή της Τροίας φταίνε η Ηρα και η Αθηνά που βοήθησαν τους Αχαιούς να την πάρουν, από εκδίκηση, γιατί μίσησαν τον Πάρι που δεν τις προτίμησε.
Τώρα για μας που κινήσαμε με τόση λαχτάρα να έρθουμε εδώ στην Τροία, όπως χιλιάδες άλλοι από τα πέρατα του κόσμου, τα πράματα είναι διαφορετικά. Αίτιος είναι εκείνος ο Γερμανός αρχαιολόγος Σλήμαν, που διάβασε τον Ομηρο και του μπήκε η ιδέα να έρθει εδώ και να την ανακαλύψει.
Μερικοί, πάλι, λένε πως εκείνο που παρακίνησε τούτο τον παράξενο αρχαιολόγο δεν ήταν πραγματικά η μεγάλη του πεθυμιά να ξεθάψει την Τροία και ν' αποδείξει την ύπαρξή της. Αντίθετα, ήταν η δίψα του να ανακαλύψει και ν' αρπάξει τους αμύθητους θησαυρούς που ήσαν θαμμένοι κάτω απ' τα χώματα μαζί με την πόλη.
Οποιο και να είναι το σωστό, η αλήθεια είναι πως οι θησαυροί που βρήκε στην Τροία, ποτέ δεν μπήκαν στα ελληνικά Μουσεία, μα πήραν το δρόμο για τη Γερμανία και κανένας δεν ξέρει σήμερα τι γίνανε. Εχουν χαθεί, θαρρείς και τα κατάπιε ξανά η γης.
Υστερα από όλους τούτους τους διαλογισμούς που στρούφιζαν το νου μου, καθώς κοίταξα ξέμακρα τα ερείπια μέσα από την κοιλιά του «Δούρειου Ιππου» αποφάσισα να κατέβω. Επρεπε να τα δω κι από κοντά. Ετσι πήρα στο κατόπι την ομάδα μας και με μάτια κι αυτιά ολάνοιχτα άκουγα κείνα που μας έλεγε ο ξεναγός, πότε βαδίζοντας ανάμεσα στα ερείπια και πότε ανεβασμένος σ' ένα ύψωμα.
Μέχρι σήμερα, οι αρχαιολόγοι ψάχνουν, σκάβουν από δω σκάβουν από κει και κανένας δεν είναι σε θέση να μιλήσει με σιγουριά για κείνα που η αρχαιολογική σκαπάνη κάθε τόσο φέρνει στο φως.
Πάντως, απ' όλα αυτά ένα είναι πραγματικό: οι «θησαυροί» που βρήκε ο Σλήμαν κάνανε φτερά και κανένας δεν ξέρει πού βρίσκονται.
Ας μακαρίζει, λοιπόν, ο Σλήμαν τον καημένο τον Ομηρο που του έδειξε το δρόμο κι εμείς τον Σλήμαν που με τις ανασκαφές του αποκαλύφθηκαν τούτα τα ερείπια. Αφήνοντας τα ερειπώματα της Τροίας, βασάνιζα το μυαλό μου να ανακαλύψω ποιοι οικονομικοί λόγοι σπρώξανε τους Αχαιούς σ' αυτό το δεκάχρονο πόλεμο. Γιατί στ' αλήθεια αιτία δεν ήσαν τα μάτια της όμορφης Ελένης, αλλά κάποια υλικά συμφέροντα.