Αυτή η πολιτική συμμαχιών έχει πρωταρχικά αναφορά στο κοινωνικό επίπεδο. Συμμαχεί η εργατική τάξη με τους φτωχούς αγρότες, τους μικρούς ΕΒΕ, τους μισοπρολετάριους. Εχει κινηματικό χαρακτήρα αφού διεξάγει ταξική πάλη ενάντια στην πολιτική και στην εξουσία της εκμεταλλεύτριας τάξης. Σ' αυτήν αντικειμενικά συμμετέχουν το ταξικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το αντίστοιχο συνδικαλιστικό κίνημα της φτωχής αγροτιάς, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, το αντιιμπεριαλιστικό φιλειρηνικό κίνημα, το κίνημα της νεολαίας, των γυναικών από τα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα, το κίνημα για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες κλπ. Και βεβαίως μπορεί να συμμετέχουν πολιτικές δυνάμεις που αγωνίζονται ενάντια στα μονοπώλια και στον ιμπεριαλισμό και συμφωνούν στην εναλλακτική πολιτική πρόταση για τη λαϊκή εξουσία.
Επομένως, οι συμμαχίες για το ΚΚΕ δεν έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα. Ούτε βεβαίως μπορεί να εκβιαστούν για να συγκροτηθούν. Πολύ περισσότερο αν δεν απηχούν διεργασίες μέσα στις κοινωνικές δυνάμεις, στο κίνημα, τέτοιες που να ενισχύουν την προοπτική συγκρότησής της. Η συμμετοχή επίσης άλλων πολιτικών δυνάμεων δεν εξαρτάται από το ΚΚΕ, αλλά από το πρόγραμμα και την πολιτική πρακτική αυτών των δυνάμεων, την κατεύθυνσή τους σε σχέση με την πολιτική και την εξουσία του κεφαλαίου και την εναλλακτική πολιτική πρόταση διεξόδου για τη λαϊκή εξουσία.
Απ' αυτή τη σκοπιά πρέπει να εξετάζουμε την πρόταση του ΣΥΝ για «ενότητα της Αριστεράς». Από τη σκοπιά της σχέσης αυτής της πρότασης με το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πάλης για τη λαϊκή εξουσία.
Στο προγραμματικό του συνέδριο (2003), σχετικά με την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα στην Ελλάδα κάνει διαπιστώσεις για τα λαϊκά προβλήματα, τις αρνητικές συνέπειές τους, και τις αποδίδει στην κακή διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, εστιάζοντας στο γεγονός ότι δεν προωθήθηκαν οι κατάλληλοι αστικοί εκσυγχρονισμοί, από το 1981 ακόμη με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, γιατί δεν υπήρχε «εθνική στρατηγική».
«Αναμφίβολα η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 υπήρξε τομή που θα μπορούσε να παράσχει τη βάση για τη χάραξη μιας συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής, σε συνάρτηση μάλιστα με τον εκδημοκρατισμό και τον πολιτικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο αυτό δεν έγινε...».
Επομένως για το ΣΥΝ οι αιτίες για τα μεγάλα προβλήματα του λαού δε βρίσκονται στον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά στη μορφή διαχείρισής του, στο «μη εκσυγχρονισμό του». Τις ίδιες διαπιστώσεις κάνει για τις συνέπειες από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ. Θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι ανισότητες -ισχυρίζεται -, θα μπορούσε μάλιστα να υπάρξει οικονομική και κοινωνική σύγκλιση, αν οι κυβερνήσεις είχαν προετοιμάσει κατάλληλα την οικονομία της χώρας με άλλη μορφή διαχείρισης.
«Μολονότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την ΟΝΕ ήταν, και εξακολουθεί να αποδεικνύεται καθημερινά, πολιτικά αναγκαία, η συνολική οικονομική κατάσταση της χώρας χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται... η ΟΝΕ έχει αξιοποιηθεί και εξακολουθεί να αξιοποιείται ως μηχανισμός "πειθάρχησης" και μέσο πίεσης για αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος σε βάρος της εργασίας... η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ με ρυθμούς υψηλότερους του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης δε μεταφράζεται σε πραγματική οικονομική και κοινωνική σύγκλιση...».
Μια αντινεοφιλελεύθερη πολιτική εκτιμούν ότι θα έλυνε λαϊκά προβλήματα.
Για το ΣΥΝ δεν είναι η ολοένα αυξανόμενη εκμετάλλευση που αυξάνει την κερδοφορία του κεφαλαίου και τις ταξικές ανισότητες, και που απαιτεί νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης, δεν μπορεί να εφαρμοστεί διαφορετική πολιτική γιατί υπονομεύει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά ότι δεν εφαρμόστηκε πολιτική αναδιανομής, προκειμένου να υπάρξει «κοινωνική σύγκλιση»! Λες και οι καπιταλιστές είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν έστω μέρος των κερδών τους με τους εργάτες. Λες και μπορεί να αποδεχτούν πολιτική αναδιανομής εισοδημάτων εις βάρος των κερδών. Μα είναι σαν να αποδέχονται την υπόσκαψη των θεμελίων του συστήματος.
Ετσι, η αντίθεση, την οποία περιγράφουν στο προγραμματικό συνέδριο, δεν είναι «μονοπώλια - λαός», αλλά «κύρια διαχωριστική γραμμή συνιστά σήμερα η τοποθέτηση απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό... το δίλημμα... είναι η επιλογή ανάμεσα στη συνέχιση και στην παραπέρα ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής... και στην υιοθέτηση μιας κοινωνικά προσανατολισμένης πολιτικής...».
Επομένως, για το ΣΥΝ στο πολιτικό επίπεδο η αντίθεση είναι «νεοφιλελεύθερη διαχείριση - αντινεοφιλελεύθερη διαχείριση». Και πάνω σ' αυτήν την αντίθεση οικοδομεί τη στρατηγική του και ένα πλαίσιο πολιτικής που απαρτίζεται από στόχους-λύσεις που θεωρεί ότι απαντούν στα προβλήματα και στις ανάγκες των εργαζομένων.
Ταυτόχρονα, στο προγραμματικό συνέδριο διατυπώνεται η θέση για «...μια συνολική εναλλακτική οικονομική πολιτική με στόχο ένα νέο πλαίσιο ανάπτυξης και αναδιανομής, με εξασφαλισμένη την προστασία των δημοσίων αγαθών και με καταστατική δέσμευση την προστασία του περιβάλλοντος... Ο ΣΥΝ και η ελληνική Αριστερά αγωνίζονται για μια οικονομική πολιτική, που διαμορφώνει ένα νέο πρότυπο αξιοβίωτης ανάπτυξης και διανομής, που σέβεται σχολαστικά το περιβάλλον, διευρύνει το κοινωνικό κράτος και περιορίζει τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Ουσία μιας τέτοιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής είναι η αλλαγή των κριτηρίων, των σκοπών και, τελικά, του ίδιου του περιεχόμενου της αναπτυξιακής διαδικασίας, σε μια κατεύθυνση όπου οι ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας θα υπερισχύουν του κέρδους και της σπατάλης».
Αυτή η εναλλακτική πολιτική που προτείνουν δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια του καπιταλισμού. Καλλιεργεί όμως την αυταπάτη ότι έτσι θα βελτιωθεί η θέση του λαού. Αλλά μέσα στα πλαίσια του συστήματος, αφού δεν αρνείται τη συνύπαρξη κερδών και ανθρώπου, δηλαδή δεν αρνείται την ύπαρξη του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ