Κυριακή 18 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ... των κερδών

Βασικό εργαλείο για την άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με στόχο τη διασφάλιση και τη διεύρυνση των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου, είναι το περιβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αυτό το Σύμφωνο ενσωματώθηκε στη Συνθήκη του Αμστερνταμ και είναι μέρος της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, γεγονός που δείχνει την ισχύ του και τη σημασία του. Με δυο λόγια, το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι το «οικονομικό Σύνταγμα» της ΕΕ, το οποίο πρέπει να εφαρμόζουν υποχρεωτικά όλα τα κράτη-μέλη.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας ήρθε να αντικαταστήσει το Πρόγραμμα Σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, με το οποίο ορίζονταν κάποιοι συγκεκριμένοι δείκτες (πληθωρισμός, δημόσιο έλλειμμα, εξωτερικό χρέος, επιτόκια) προς τους οποίους έπρεπε να συγκλίνουν όλα τα κράτη-μέλη. Μετά την ολοκλήρωση εκείνου του σταδίου, οι αρχιτέκτονες της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης επέβαλαν το Σύμφωνο Σταθερότητας για να «εξασφαλίσει ότι η προσπάθεια δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών-μελών θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος».

Συγκεκριμένα, το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι ένα πακέτο το οποίο αποτελείται από ένα ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (που εγκρίθηκε στο Αμστερνταμ στις 17 του Ιούνη 1997) και από δύο κανονισμούς του Συμβουλίου της 7ης του Ιούλη 1997, που προσδιορίζουν τις τεχνικές λεπτομέρειες (επίβλεψη των δημοσιονομικών θέσεων και του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, εφαρμογή της διαδικασίας που αφορά στα ελλείμματα).

Το Σύμφωνο, όπως αναφέρεται σε απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «παρέχει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων εκ μέρους του Συμβουλίου σε συμμετέχον κράτος-μέλος που δεν λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να αντιμετωπισθεί η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος. Σε μια πρώτη φάση η κύρωση θα λαμβάνει τη μορφή κατάθεσης ποσού χωρίς τόκους προς όφελος της Κοινότητας αλλά θα μπορεί να μετατραπεί σε πρόστιμο εάν το υπερβολικό έλλειμμα δε διορθωθεί εντός των δύο επομένων ετών».

Ορίζοντας το επιτρεπτό έλλειμμα στο ύψος του 3%, το Σύμφωνο Σταθερότητας δημιουργεί ένα «πειθαρχικό πλαίσιο», εντός του οποίου οφείλουν να βρίσκονται τα κράτη-μέλη με την απειλή εξοντωτικών οικονομικών ποινών και προστίμων.

Συγκεκριμένα, και όσον αφορά στις ποινές για τα κράτη-μέλη που υπερβαίνουν το όριο του ελλείμματος, το Σύμφωνο αναφέρει:

«Οι κυρώσεις λαμβάνουν αρχικά τη μορφή άτοκης κατάθεσης υπέρ της Κοινότητας. Το ποσό αυτής της κατάθεσης περιλαμβάνει:

  • Ενα σταθερό στοιχείο ίσο με το 0,2% του ΑΕΠ
  • Ενα μεταβλητό στοιχείο ίσο με το 1/10 της διαφοράς μεταξύ του εκφρασμένου σε ποσοστό του ΑΕΠ ελλείμματος του προηγουμένου έτους και της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ

Κάθε ένα από τα επόμενα έτη, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την αύξηση των κυρώσεων απαιτώντας συμπληρωματική κατάθεση. Στην περίπτωση αυτή, η κατάθεση ισούται με το 1/10 της διαφοράς μεταξύ του εκφρασμένου σε ποσοστό του ΑΕΠ ελλείμματος του προηγουμένου έτους και της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ».

Ανέφικτη η σύγκλιση

Θεωρητικά, με το Σύμφωνο Σταθερότητας οι αρχιτέκτονες της ΕΕ επιδιώκουν τη σύγκλιση (ονομαστική και πραγματική) των οικονομιών. Αλλά, έντεκα χρόνια μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και πέντε χρόνια μετά τη Συνθήκη του Αμστερνταμ, η «σύγκλιση» παραμένει ανέφικτη, αποδεικνύοντας την ορθότητα της θέσης του ΚΚΕ, ότι «ο δρόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης δεν καταργείται με ευχές στα πλαίσια της καπιταλιστικής ενοποίησης και ότι ο στόχος της σύγκλισης, ονομαστικός ή και μη ονομαστικός, αριθμητικός ή και όχι αριθμητικός, δεν πρόκειται να πιαστεί ούτε τώρα, ούτε αύριο».

Η ανισόμετρη ανάπτυξη των οικονομιών στο καπιταλιστικό σύστημα δεν επιτρέπει την πραγματική σύγκλισή τους και αυτή την αλήθεια τη γνωρίζουν αλλά την αποσιωπούν οι ιθύνοντες της ΕΕ. Συντηρούν όμως τη φιλολογία της «σύγκλισης» για να δικαιολογήσουν μια σειρά αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων και πολιτικών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, αποφασίστηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή εν ονόματι της «πραγματικής σύγκλισης» και του Συμφώνου Σταθερότητας και ιδιαίτερα η δραστική μείωση των κονδυλίων των κρατικών προϋπολογισμών που έχουν σχέση με την παροχή «κοινωνικών υπηρεσιών» σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίησή τους (Υγεία, Πρόνοια, ασφαλιστικά συστήματα, κλπ.).

Επιδίωξή τους με το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι η διαμόρφωση λίγο-πολύ ενιαίων συνθηκών για το κοινό νόμισμα, το ευρώ, σε καπιταλιστικές οικονομίες που αναπτύσσονται ανισόμετρα, που ο κύκλος τους βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο για κάθε μία, γεγονός που χωρίς το Σύμφωνο εγκυμονεί κινδύνους για τη λειτουργία του, η οποία υπηρετεί την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, άρα κινδύνους για τα κέρδη τους. Βεβαίως, ούτε το Σύμφωνο Σταθερότητας μπορεί να αντιμετωπίσει την ανισομετρία ούτε την ύφεση των οικονομιών. Μπορεί όμως, ως πολιτική που εφαρμόζεται, να εντείνει την εκμετάλλευση αφού τα μέτρα που παίρνονται στο όνομά του φτηναίνουν τους εργάτες, αλλά και να μετακυλίει τις συνέπειες της ύφεσης στις πλάτες των εργαζομένων.

Οι εσωτερικές αντινομίες του Συμφώνου και η οικονομική ύφεση στις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ υποχρέωσαν ακόμη και τον πρόεδρο της Κομισιόν, Ρομάνο Πρόντι, να παραδεχτεί σε συνέντευξή του: «Γνωρίζω πολύ καλά ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι ηλίθιο, όπως και όλες οι ανελαστικές αποφάσεις»! Διότι δημιουργεί εμπόδια στην εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής διαχείρισης (κεϋνσιανής με περισσότερο «κοινωνικό κράτος»), ώστε να μην οξύνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις.

Οι Ευρωπαίοι «εταίροι» συνεχίζουν την εφαρμογή του Συμφώνου αφού κάτω απ' αυτό στεγάζουν τη μετωπική επίθεσή τους κατά των εργαζομένων, στο εργασιακό καθεστώς, στο ασφαλιστικό σύστημα, καθώς και τις ιδιωτικοποιήσεις.


Δ. Π.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ